Back to Top
Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2013

Όπως κάθε τόπος, έτσι και η Κεφαλονιά έχει τις δικές τις ιδιόμορφες εκφράσεις και λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται αποκλειστικά από τους κατοίκους του νησιού. 

Σε πολύ μεγάλο ποσοστό αυτό είναι επηρεασμένο από ιταλικές λέξεις και άλλες που χρησιμοποιήθηκαν από τους εκάστοτε κατακτητές του.


Α
Αβάντι = εμπρός
Αβάκα = συνεταιρικά, μισά - μισά
Αβάντα = κέρδος όχι πάντα θεμιτό, πλεονεκτική θέση
Αβάρα = το τσιμπούρι που προσκολλάται και στο ανθρώπινο σώμα
Αβαρία = ζημιά
Αβδέλα = βδέλλα, που έκαναν αφαίμαξη
Αβδέλια = οι μεντεσέδες της πόρτας
Αβεντόρος = πελάτης
Αβέρτα = ελεύθερα, ανοιχτά, πλούσια
Αβερτοσιά = ελευθερία, ανοικτός χώρος
Αβίζο = μήνυμα, παραγγελία
Αβουκάτος = δικηγόρος
Αγάλια = σιγά, σιγά
Αγανό = πλέξιμο αραιό, γενικά αραιό ύφασμα
Αγαντάρω = η αντίσταση, ψυχολογική και σωματική
Αγγειό =δοχείο
Αγγειό = σκεύος, συνεκδοχικά κακόβουλος άνθρωπος
Αγγελόκρουξε = τρόμαξε κάποιον πολύ
Αγγελώθηκα = το τσίμπημα από το αγκάθι
Αγιάζω τσι ταβέρνες = μπαίνω στις ταβέρνες και μεθάω
Αγιούτο = βοήθεια
Αγκλέουρας = δηλητηριώδης θάμνος (κατάπιε ή βγάλε τον αγκλέουρα = σκάσε βούλωστο )
Αγκούσα = η δυσφορία που δημιουργείται από το φαγητό
Αγκωνή = γωνία, του ψωμιού η γωνία
Αγλοιά = αλίμονο
Αγραμπαλώνομαι = σκαρφαλώνω, γατζώνομαι
Αδερφοφάης = ο αδερφός που δημιουργεί προβλήματα στα αδέρφια του
Αδούρητος = κάποιος ανεπρόκοπος
Άζουλα = κόπιτσα του φορέματος
Αηπάνου = πάνω, πχ. μου πήρε την αηπάνου μεριά, το απάνου μέρος
Αϊλιακας = αναρριχώμενο φυτό με αρωματικό άνθος
Αίρτα = στα προσμεισμικά σπίτια το ανώφλι της πόρτας
Ακλερίτης = για αυτούς που δεν έχουν παιδιά
Ακοπανιά = σε μια στιγμή
Ακουρμένομαι = ακούω κάτι προσεκτικά
Άκωλη = η λίμνη Άβυθος
Αλάδωτος = αβάπτιστος
Αλαλιάζω = ζαλίζομαι, χάνω το νου μου
Αλαλιές = κουβέντες ανόητες
αλαμπρατσέτα = αγκαζέ
αλάργου = μακριά
Αλάργου = μακριά από εδώ
Αλαφιασμένος = δείχνει ανήσυχος, ξαφνιασμένος
Αλεγρία = (ιτ. allegria) κέφι
Αλιάδα = σκορδαλιά
Αλισίβα = ελλείψει σαπουνιού, έβραζαν στάχτη για μπουγάδα
Αλίτουρας = αλιτήριος
Αλιφασκιά = η φασκομηλιά
Αλλαξά = το γιορτινό κουστούμι
Αλλαξοκωλιά = γάμοι μεταξύ συγγενών
Αλλαξομουσούδιασε = κάποιος που αλλάζει όψη
Αλλαχτό = σαν ξωτικό, τελείως χαζός
Αλουποπορδή = άσπρο φυτό που βγάζει μια περίεργη σκόνη
Αλωνάρης = Ιούλιος
Αμά = κατόπιν, αργότερα
Αμάδα = παιχνίδι διαδομένο, παιζόταν με μια πέτρα
Αμάκα = αυτός που ωφελείται, σε βάρος του άλλου
Αμόλυψε = κάποιος που διέκοψε τη Σαρακοστή
Αμόντε = χαρτοπαικτικός όρος και το αρνητικό αποτέλεσμα μιας υπόθεσης
Αμορόζος = εραστής, αγαπητικός
Αμπαδάρω = κάποιον που υπολογίζω, που λογαριάζω
Αμπαντονάρω = εγκαταλείπω
Αμπενοκλάδι = θανατηφόρος ασθένεια, κατάρα
Άμπουλες = πίδακας νερού, μεγάλη ποσότητα
Αμπώνω = σπρώχνω
Αναγκαιμένος = αδύνατος
Αναδεξιμιός = το βαφτιστήρι
Ανάκαρα = πνοή, αντοχή, κουράγιο
Ανακόλι = έμπλαστρο με φυσικά βότανα
Ανάλαιμα = το φαγητό που για κάποιο λόγο διακόπηκε δυσάρεστα
Ανανοήθηκε = πήρε είδηση ότι κάτι συμβαίνει
Αναούλα = αηδία
Αναπαμός = ανάπαυση
Αναπιάζει = για το προζύμι που έχει προετοιμαστεί από το βράδυ
Αναριτσιάζω = ανατριχιάζω
Αναρίτσισμα = ανατρίχιασα
Ανάσβολος = άβολος, ανάποδος
Ανασκαμνίζομαι = χασμουριέμαι
Ανασκηρίζω = κάτι που φύλαξα
Ανασμίδα = το θηλυκό γουρούνι
Αναφουφουλιάζω = το στρώσιμο του στρώματος με τα μαλλιά
Ανεμορούφουλας = ανεμοστρόβιλος
Ανεμούρι = εξάρτημα του αργαλειού
Άντζα = οι γάμπες
Αντίγλωσσο = για αυτούς που αντιμιλούν
Αντίο μαρτσέλλο = «φέξε μου και γλίστρησα »
Αντιστελώνω = η αντίσταση με τα πόδια
Ανώι = το πρώτο πάτωμα
Ανώρως = νωρίς
Αξάγκλια = η γυναίκα που είναι αχτένιστη
Αξαίνω = μεγαλώνω
Αξετίμητο = κάτι που δεν έχει εκτιμηθεί
Απάκιο = απάνεμο μέρος
Απιδιά = αχλαδιά
Απιεντισά = αδιαφορία
Απίθωσε = ακούμπησέ το
Απίκου = (ιτ. a picco) επί τόπου, στη θέση, έτοιμος
Απίκουπα = μπρούμυτα
Απικουπίζω = γυρίζω κάτι ανάποδα
Απλάδα = μεγάλη ρηχή πιατέλα
Άπλερο = το πρόωρο παιδί
Απλύ = το ρηχό πιάτο
Από κουκί = « παρά τρίχα »
Απογέννι = μικρά αυγά που γεννούν οι παλιές κότες
Αποδιαλεούρια = αυτά που απέμειναν
Αποκάθενε = κάτω από κάτι
Αποκατάρι = τα χαμηλά κλαδιά της ελιάς, ή των δέντρων
Αποκλαμός = του χταποδιού το πλοκάμι
Αποκολλωμένη = με τα παπούτσια στο χέρι
Αποκοπή = η τελευταία μέρα του χρόνου
Απομιτίστηκε = ξεχάστηκε σκυμμένος κάπου
Απόμπηξη = κομμάτι ξερού ξύλου που περισσεύει
Απομπούκουνα = κομμάτια ξερό ψωμί
Αποπαίρνω = κατσαδιάζω
Απόπερα = διάτρητο
Απόρριξε = η πρόωρη γέννα, αποβολή
Απόστο = εγκαίρως, πάνω στην ώρα
Αποτσουτσουρωμένος = του έχουν αφαιρέσει το λόγο
Άπραη = χωρίς πείρα
Αραλίκια = οι ευκαιρίες κάπου να αράξεις
Άραχνα = κάτι πένθιμο, μαύρα κι άραχνα
Αρβάλι = το χερούλι του κουβά (σίκλου)
Αργολαβία = ερωτοδουλειές
Αρεσκιά = το προικοσύμφωνο
Αρεστάρισμα = η σύλληψη από την Αστυνομία
Αριβάρω = φτάνω
Αρίδι = τρυπάνι
Αρίλογας = κόσκινο που ξεχωρίζει την αίρα από το στάρι
Αρμάρι = το ντουλάπι της κουζίνας
Αρνοκόπι = τα μαλλιά που κουρεύουν, των προβάτων
Αρού- παρού = σκόρπια, εδώ και εκεί
Αρπάδι = αυτό με το οποίο ανασύρουν τους κουβάδες από τη στέρνα
Αρτάνα = παρτέρι για λουλούδια
Αρτύθηκε = διέκοψε τη νηστεία
Ασκολύμπρους = αγκάθια με άσπρες νόστιμες ρίζες
Ασκοπούλια = τα ασκιά που γινόταν από δέρμα ζώου κι έβαζαν το λάδι στα λειτρουβιά
Ασκουπουλιάζουμε = η ατσούμπαλη πτώση σαν το ασκί
Ασπέτα = περίμενε
Ασπροφουδιασμένα = τα άσπρα ρούχα της μπουγάδας
Αστεντούε = δια ης βίας, με το έτσι θέλω, οπωσδήποτε
Ασύφταος = κάποιος που δεν έφτασε στο προορισμό του
Ασφελαχτός = αγκαθωτός θάμνος με αρωματικά κίτρινα λουλούδια
Ατακάρω = κάνω έφοδο
Ατζάρδος = τολμηρός, επιτήδειος
Ατζιώνω = θυμώνω, αγριεύω
Ατούρες = συμπτώματα της εγκυμοσύνης, εμετοί, κακοδιαθεσία
Ατσάραντος = πουλάκι μικροσκοπικό
Ατσιντέντε = (ιτ. accidente) ατύχημα, συμβάν
Ατσούπι = ο πλαϊνός τοίχος του σπιτιού
Αυγατίζω = τα κάνω περισσότερα
Αυγουστέλες = οι συκιές που κάνουν το Μάιο και τον Αύγουστο σύκα
Αφιδεύομαι = εμπιστεύομαι
Αφόντες = αφού
Αφόρια = τα ρούχα που δεν έχουν φορεθεί
Αφράλα = το αλάτι που μένει το καλοκαίρι στις πέτρες
Αφριάστηκε = το φτέρνισμα
Άχαρος = κάποιος που δεν χάρηκε
Αχνούπας = περιλαμβάνει τους καρπούς του σταριού, βρώμης κ.τ.λ.
Αχρόνιαος = αναφέρεται και στην κατάρα, να μην ξεχρονιάσεις
Αψίληθρας = φυτό διαδεδομένο αρωματικά
αψιώνω = ανάβω από θυμό, ζεσταίνομαι
Αψώθηκε = θύμωσε, έτοιμος για καυγά




Β
Βαθουλοκαρυκιασμένος = τα μάτια να έχουν μαύρους κύκλους και να είναι βαθιά στις κόχες
Βαϊζω = γέρνω στη μια πλευράΒαϊλεύω = περιποιούμαι, παραχαϊδεύω κάποιον
Βαλλάρω = το καλό σκάψιμο του κήπου
Βαντάκια = τα στοιβαγμένα ρούχα
Βαραμέντε = μα το ναι, μα την αλήθεια
Βαρβατσουλιά = η μυρωδιά του προβάτου σε εποχή ζευγαρώματος
Βαρδαλωνίζει = γυρίζει από δω κι από κει χωρίς λόγο
Βαρδάσα = είδος δαμάσκηνου μεγάλου μεγέθους (Πουρνέλα)
Βαρδιόλα = παρατηρητήριο, οχυρωμένο σε σημείο με ορατότητα
Βαρειοκαταρούσα = οι κατάρες οι βαριές που έλεγαν οι γυναίκες
Βασταγούρι = γάιδαρος
Βαστάω = κρατάω σε κακουχίες, αντέχω
Βατσίνα = το εμβόλιο
Βατσουνιά = πολλοί βάτοι
Βελάδα = μακρύ επίσημο παλτό
Βελανίδα = οι αδένες που βρίσκονται κοντά στα γεννητικά όργανα
Βελέσι = μακρύ φουστάνι ή φούστα
Βέλο = το τούλι που καλύπτει το πρόσωπο και στηριζόταν στο καπέλο
Βεντερούγα = ραχίτιδα, καμπούρα
Βεραμέντε = αλήθεια
Βερβέλες = ακαθαρσίες γίδας και προβάτου
Βεργέτες = τα στρογγυλά σκουλαρίκια
Βεργιά = παγίδα μικρών πουλιών
Βέρσο = ο τρόπος που περπατάει
Βέστα = παιδικό φόρεμα, ρόμπα
Βετούλι = κατσίκι χρονιάρικο
Βήσαλο = κεραμίδια σπασμένα
Βιζικάντι = η εκδορά
Βίζιτα = η επίσκεψη
βιζιτάρω = επισκέπτομαι
Βινάρια = η συγκέντρωση, η εμφιάλωση, η αποθήκευση του κρασιού
Βλήτρα = τα βλίτα
Βλιάζω = φωνάζω από πόνο
Βλύχα = το γλυφό νερό που αναβλύζει στις ακτές
Βολά = μια φορά
Βολιάζω = πετροβολώ κάποιον
Βολιός = συγκεντρωμένες πέτρες
Βολύμι = μολύβι, βολυμόπενα, μολυβοπένα
Βοστυλίδι = άσπρο σταφύλι που κάνει καλό
κρασίΒούλωμα = τάπωμα
βουρλίζομαι = τρελαίνομαι
Βουρλίζομαι = (ιτ. burlare) δαιμονιζομαι, οργιζομαι, τρελένομαι
Βούσκα = μαγιάτικα σύκα
Βουτσί = κρασοβάρελο
Βόχτα = βοήθεια
Βριτσίλα = ο ερεθισμός του δέρματος
Βροντάλι = η μαρκίζα
Βροντοθέροι = διαδομένο αγριόχορτο
Βρωμομαρία = έντομο που εκπέμπει άσχημη μυρωδιά
Βυζοπιάνω = η προσφορά γάλακτος σε μωρό από άλλη μητέρα




Γ
Γαδένα = μικρή λεκάνη, πήλινο βαθύ σκεύος κουζίνας
Γαϊδουροκυλισιά = ο χώρος που τα γαϊδούρια κυλιούνται
Γαλεντόμος = ανοιχτοχέρης
Γαλιουρίζει = του μωρού οι πρώτοι ήχοι
Γαλούφος = αυτός που κομπλιμεντάρει
Γαμπάς = χοντρό παλτό
Γαργαλικάω = το γαργάλημα
Γαρδέλι = καρδερίνα
Γάρμπα = το στυλ, η γοητεία
Γδες = κοίταξε
Γεροκομειό = οι ηλικιωμένοι που θέλουν περιποίηση
Γιακέτα = ζακέτα, σακάκι
Γιάτσο = το πρωινό κρύο, η ψύχρα
Γιορτόπιασμα = το παιδί που η μητέρα του το κατάπιασε (συνέλαβε) ημέρα γιορτής
Γιωμάρα = η μουντή και η ψυχρή μέρα
Γιωμένος = οξυδωμένος, μεταφορικά στρυφνός, πικρόχολος, ύπουλος
Γκαινιάζω = αποκτώ, κολλώ ασθένεια
Γκόνω = φουσκώνω από το πολύ φαγητό
Γλίδα = λίγδα, βρωμιά
Γλίνα = γλιστερό μέρος
Γλυκί = μεγάλη οργή που σιγοβράζει, ψυχική ταραχή, νεύρα
Γλυκοσαλίζω = κολλάω από βρωμιά
Γλωσσάζεται = δεν τρώγεται κάτι
Γλωσσοφαγιά = τα λόγια του κόσμου, η ζήλια
Γνέθω = η διαδικασία του να γίνει το μαλλί νήμα στο αδράχτι
Γνέμα = το νήμα του πλεξίματος
Γνούφα = άσχημη μυρωδιά
Γουλί = βότσαλο
Γουλιάστρα = της πρώτης μέρας το γάλα
Γουνίζει = η γκρίνια, η μουρμούρα
Γούργουρας = το λαρύγγι
Γουστέβελη = αυτοί που κάνουν ευχάριστη παρέα
Γρέτζο = ανώμαλη επιφάνεια
Γρίνα = γκρίνια
Γρομπάδα = η ετοιμόρροπη λιθιά
Γρόμπος = το κομπόδεμα
Γρομπούλι = σκληρός όγκος στο σώμα
Γροσάρει (ο καιρός) = χαλάει γίνεται απειλητικός
Γρούδιασμα = το μαλάκωμα του δέρματος σε νερά
Γρούζω = γρυλίζω σαν γουρούνι, μουρμουρίζω με γκρίνια
Γρουμπανιά = γροθιά
Γρούσπα = ρουφήχτρα




Δ
Δαύλιακας = ο περίδρομος, πχ. έφαγε το δαύλιακα
Δεβόγιος = αδιάθετος, μισοάρρωστος
Δειάφι = θειάφι
Δελέγκου = αμέσως, γρήγορα
Δεούτελο = άχρηστος, βλάκας
Δέσποτας = ο ιερέας, όχι ο Δεσπότης
Δετόρος = ο γιατρός
Διάβα = το μονοπάτι για ανθρώπους και ζώα
Διαβατικού = περνώντας
Διακονιάρης = ζητιάνος
Διανεύομαι = παρατηρώ
Διαόμισε = παρατήρησε περιφέροντάς το
Διάουτσε = να πας στο διάολο, πχ. να πας στο διάουτσο
Διασίδι = η κατασκευή, με το στιμόνι και το υφάδι στον αργαλειό
Διάσονας = καλόγερος, κάλος
Διάφορο = η απολαβή, η ωφέλεια, (μου έβγαλες το διάφορο), το κέρδος
Διβαράτικο = χορός Πυλαρινός, και Διβατάρικος
Διβόρβορο και Λιβόρβορο = πιστόλι, περίστροφο
Διγκόνι = το δισέγγονο
Δικάει = είναι αρκετό
Δικονάρι = ψωμάκι σταρένιο ή κριθαρένιο που δίνεται στο μοναστήρι
Δίλεστρο = αλεύρι από διάφορα όσπρια
Διολί = βιολί
Διπλάρια = τα δίδυμα
Δισπεράδος = απελπισμένος
Διχούλι = ξύλο που καταλήγει σε δύο άκρες
Δομίζομαι = έτσι μου ‘ρχεται να κάνω κάτι
Δούγα = τα κομμάτια του ξύλου που αποτελούν το βαρέλι
Δραγάτης = αγροφύλακας
Δραγουμάνος = διερμηνέας
Δρακοντή = το φυτό χοιραύτες
Δρωπίκι = το πύον
Δυναμάρι = η ενίσχυση σε ρούχα ή σε κατασκευές




Ε
Εδαύτος = αυτός
Εδεκεί = εκεί
Εδεπά = εδώ
Εδετόσος = η περιγραφή μεγέθους, πχ. έγινε το παιδί εδετόσο
Εδέτσι και εγιεδέτσι = έτσι, πχ. ο σεισμός μας άφησε εδέτσι
Εκειός και εφκειός = εκείνος
Ελόουσου = (παραφθορά «του λόγου σου») εσύ
Εματα+… = ξανά..
Εματάκατσε = ξανακάθισε
Εμπασά = επισκέψεις στο σπίτι, αλλά και η είσοδος του σπιτιού
Έντανε = να τα
Έντηνε = να ‘τη
Έντισοι = να τοι
Έντοσις = να ‘τος
Επιστρόφια = μετά το γάμο η πρώτη επίσκεψη του ζευγαριού στο σπίτι της νύφης
Επολληώρα = πριν από αρκετή ώρα
Έσκροξε = κέντρισμα, πχ. με έσκροξε η μέλισσα
Έσπαλε = από πολύ παλιά, πάντοτε
Ευκολαίνω = σε διευκολύνω
Έφαε τ΄ατσάλια = «χάλασε τον κόσμο»
Εφκείνη = αυτή
Eφκειός = αυτός




Ζ
Ζαβός = αυτός είναι ζαβός, ανάποδος, στριμμένος
Ζαβώνω = στραβώνω κάτι
Ζαχαράτo = κουφέτο
Ζέμπιο = άσχημο, κακοφτιαγμένο
Ζερβοκουτάλα = οι αριστερόχειρες
Ζεστοφούρνι = το ζεστό ψωμί που μόλις βγήκε από το φούρνο
Ζευγιά = έχω δύο ζευγές χωράφι, η επιφάνεια του χωραφιού αλλά και το ημερήσιο αλάτρεμα των βοδιών
Ζευγόρνιθο = ένα ζεύγος πουλερικά, κόκορας και κότα
Ζεύκι = την έκανα ζεύκι, έφαγα καλά
Ζημαρίθρα = λαχανικό
Ζήφτι = μουσκεμένο
ζορκιά = γύμνια
Ζόρκος = γυμνός
Ζούπα = πρόχειρο φαγητό από ψωμί βουτηγμένο σε κρασί και λάδι
Ζούπησε = με πάτησε, με συμπίεσε
Ζουρλοπαντιέρα = τα ζωηρά κορίτσια, τα επιπόλαια
Ζουρλός = κουρλός, τρελός
Ζυγούρι = μικρό πρόβατο
Ζωντανά = τα ζώα




Η
Ήβρεμα = το εύρημα
Ήγδα = είδα
Ήγλεπα = έβλεπα
Ήπατα = τρόμαξα πολύ, μου κόπηκαν τα ήπατα, η έκκριση της χολής, σωθικά
Ήφερα = έφερα




Θ
Θάγμα = το θαύμα
Θαμπουλίζω = βλέπω λίγο, ελάχιστα διακρίνω
Θανατικός = αυτός που φανατίζεται
Θανατούλιδες = τα καφέ μανιτάρια, τα δηλητηριώδη
Θαραπάικα = το ευχαριστήθηκα
Θαυτικό = μνήμα, κοιμητήρι
Θέλημα = ελαφρά δουλειά, μια εξυπηρέτηση
Θεοποντή = δυνατή βροχή, κακοκαιρία
Θέρμη = θερμόριο, πυρετός με ρίγη
Θηλυκώνω = κουμπώνω, τυλίγω
Θολοπλέω = απλώς υπάρχω
Θυατέρα = η κόρη
θυλικωμένος = τυλιγμένος




Ι
Ιγκάντο = η δημοσίευση μιας σχέσης, την έβγαλε στο ιγκάντο
Ίγκλα = τα λουριά και τα σχοινιά που κρατούσαν το σαμάρι στη ράχη του ζώου
Ιδεασμένος = με κακό προαίσθημα
ιμπαράτσο = αμηχανία, δύσκολη θέση
Ιντονάδος = καλοντυμένος
Ισακάτου = ευθεία κάτου
Ισαπάνου = ευθεία πάνω
Ισαπέρα = ευθεία πέρα
ισούρτο = προσβολή, βρισιά




Κ
Kοντογούνι = το κοντό παλτό
Kοντοκλώτσης = αυτός που έχει κοντά πόδια
Kοντόσγουρο = κοντό και παχουλό παιδί
Kοντραπάντο = (ιτ. contrabbando) λαθρεμπόριο
Kόντυνε = μίκρυνε
Kόπανος = το ξύλο που κοπάνιζαν τα όσπρια, αλλά και τη μπουγάδα
Kορδομύγα = μικρό έντομο
Kορκάλι = το μικρό κρεμμύδι για φύτεμα
Kορκοσουριά = σχόλια, κουτσομπολιά
Kορνιόλα = μεγάλη πέτρα, για κόσμημα
Kόρνος = όστρακο, αλλά και η σφυρίχτρα των αυτοκινήτων
Kορύτος = τα αντικείμενα που μέσα τρώνε τα ζώα
Kοτσάρω = παίρνω πάνω μου
Kότσια = το κουράγιο
Καβαλέτο = υπόβαθρο όπου τοποθετούσαν σανίδες και στρώμα και γινόταν κρεβάτι
Καβαλιεράτο = παράσημο
Καβαλίνα = κοπριά
Καβελαριά = το σημείο της σκεπής που σμίγουν τα κεραμίδια από τις δύο πλευρές
Καβετζάρω = περνώ τον κάβο, διαφεύγω τον κίνδυνο
Κάβολε = κουνουπίδι
καδηνάτσος = μεγάλος σύρτης με κλειδαριά
Καδίνα = αλυσίδα, καδένα
Καδινάτσο = χειροποίητος μεγάλος σύρτης
Καδινέλα = σανίδες οικοδομής
Κάζο = συμβάν, γεγονός
(κάζο που έπαθα = δουλεία που έπαθα- του ‘καμα ένα κάζο = του σκάρωσα μια δουλεία)
Κάζο = (ιτ. caso) περιστατικό, πάθημα, ατύχημα, ρεζίλι
Καθήκλα = καρέκλα
Καϊνέλο = η λεκάνη του νιπτήρα
Κακοθάνατος = σε κακά χάλια
Καλαμαντάρα = πολύ ψηλή, άχαρη
Καλέστρα = έχω καλεσμένους
Καλιά μου (πάω) = πάω σπίτι μου, πάω στη δουλεία μου, μεταφ. Πάω χαμένος
Καλιά = πεθαίνω («πάω καλιά μου»)
Καλοπέσουλος = τόσο καλός μέχρι εκμετάλλευσης
Κάλπης = σκάρτος
Καμιζόλα = πουκάμισο γυναικείο
καμούτσι = μαστίγιο, καμουτσίκι
Καμουτσίκι = μαστίγιο
Καμούφο = το βολάν στις ποδιές, στα φορέματα
Καμπρί = άσπρο ύφασμα, χασές
Κανάβι = χοντρό σχοινί
Κάνε = τουλάχιστον
Κανείνε = κανείς
Κάνια = αρπαχτικό πουλί
Κανιάζω = κλείνει ο λαιμός μου από την πολυλογία
Κανκάγια = ζαρωμένη, χοντρή και άσχημη
Κάνκαρο = το κρανίο, το καύκαλο
Κανούλι = σωλήνες, η κάνη μονόκανου όπλου
Καντάρι = στατήρας
Κάνταρος = πήλινο σκεύος και μεγάλη ποσότητα, πχ. έφαγα ένα κάνταρο
Καντάρω = τραγουδάω
Καντήλια = η φουσκάλα από έγκαυμα
Καντίνι = χορδή οργάνου και φωνή καντίνι, δλδ.. καθαρή και ωραία
Καντούνι = το σοκάκι
Καούνι = πεπόνι αρωματικό
Κάουρας = κάβουρας
Καπακίζω = διαβάζω συλλαβιστά, μιλάω σπαστά μια γλώσσα
Καπέλο = το σκωτοπλέμονο του αρνιού
Καπέτα = ανδρικό χτένισμα
Καπέτα = φράντζα
Καπίστρι = το χαλινάρι
Καπονάρα = το κοτέτσι
Καπόνι = τα ευνουχισμένα κοκόρια
Καπριτσάρω = εκνευρίζω κάποιον
Καπροδόντης = τα στραβά δόντια
Καρακαηδόνα = υποτιμητική έκφραση για γυναίκες
Καραμπαμπάς = αυτός που έχει μεγάλο κεφάλι, χοντρός,κ.τ.λ
Καραμπάτσα = μεγάλο κεφάλι φαλακρό
Καράφλας = φαλακρός
Καργάρω = γεμίζω
Καρδοκαϊλα = η καϊλα του λαιμού
Καρίκια = οι καρποί της ψάρας, του μπιζελιού
Καρικώθηκα = έκλεισε ο λαιμός μου, βράχνιασα
Καρικωμένος = με πνιγμένη τη φωνή από τη βραχνάδα
Κάρκανο = το φαγητό που έγινε κάρβουνο
Καρονιάζω = στεγνώνει ο λαιμός μου από δίψα
Καρπούζα = ο καρπός του καλαμποκιού που ψήνεται
Καρτεζίνη = το τέταρτο της πίντας
Καρτέρει = περίμενέ με, στάσου
Καρτούτσο = το τέταρτο της πίντας
Καστίγιο = μαρτύριο, παίδεμα
Καταβολάδα = κάποιος που πέθανε στη ξενιτιά, αλλά και το καταγώνιασμα των φυτών
Κατακλείδια = σαγόνια
κατακλίδι = σαγόνι
Καταπεσωμένος = ο κατάκοιτος, ο πολύ άρρωστος
Κατάπιασε = συνέλαβε παιδί
Καταπιόνας = οισοφάγος
Καταπόρι = το στενό δρομάκι, μπροστά από το σπίτι
Καταποτήρας = τι κατέβασε ο καταποτήρας σου! φαταούλας
Καταρράχτης = η σκάλα που οδηγούσε στο κατώι, υπόγειο
Κατελώνει = βρωμάει
Κατζέλο = (ιτ. cancello) ράφι, συρτάρι
κατραπακιά = καρπαζιά
Κατσάμπες = πεπόνι χειμωνιάτικο
Κατσαργιόλα = η κατσαρόλα
Κατσιασμένη = η κίτρινη, αρρωστημένη
Κατώφλιο = το σκαλί της πόρτας
Καυκιά = το πέτρινο ή ξύλινο βαθουλό σκεύος που κοπανίζουν την παραδοσιακή σκορδαλιά
καυτρίλια = καρβουνισμένη άκρη φυτιλιού
Καφυρά = ιγμόρεια
Κάψα = ζέστη
Καψάλης = αναφέρεται στον Άγιο, ίσως επειδή τον έκαψαν
Κάψαλο = καμένο δέντρο, αποκαΐδια
Κέντρωμα = το μπόλιασμα των δέντρων
Κενώνω = (παραφθορά του «εκκενώνω») βάζω φαγητό στα πιάτα
Κιάκιο = σπίρτο
Κιάρινε = (ιτ. chiarire) καθάρισε η φωνή της ή ο καιρός
Κιντινάρι = (ιτ. centinaio) η διπλή πλεξίδα σκόρδα, που είναι εκατό
Κίσσα = πτηνό με ωραία χρώματα
Κλαδιές = κληματόβεργες
Κλανιόλα = ο εξαερισμός του κρεβατιού
Κλαούνια = κλαψουρίσματα
Κλήρα = τα παιδιά, οι απόγονοι
Κλινάρι = απλή αδιαθεσία, αλλά και σοβαρή αρρώστια στο κρεβάτι
Κλιτσινάρια και κλωτσινάρια = τα αδύνατα πόδια
Κλωνά = η κλωστή του ραψίματος
Κλώστης = το αδράχτι που τυλίγουμε το νήμα του γνεσίματος
Κογιονάρω = κοροϊδεύω
Κογιόνι = κορόιδο
Κοκκινογούλι = παντζάρι
Κοκκινογούλι = παντζάρι
Κοκολόγια = λίγες ελιές, όχι λάδια
Κολάι = να βρούμε το τρόπο
Κολάρο ή κολέτο = γραβάτα
Κολέας = σύντροφος
Κολεϊδάτα = πάνε μαζί
Κολοσούσα = η σουσουράδα
Κόλπος = συμφόρηση, ημιπληγία
Κολυμπάδες = οι σπιτικιές ελιές που ξεπικρίζουν στο νερό
Κόλυμπος = λιμνάζοντα νερά
Κομεντόρο = (ιτ. pomodoro) ντομάτα
κομοδάρομαι = ετοιμάζομαι
Κομπαρίρει = κατέφθασε
Κομποραχιά = ραχοκοκαλιά
Κοντεζίνη = το ποτήρι του λικέρ
Κορέλι = χάντρα
Κόστα = (ιτ. costa) ακτή
Κουάρτο = της λίτρας το τέταρτο
Κουβέλι = η κυψέλη του μελισσιού
Κουγιάμπαλο = χαζός
Κούγιο = πρόβατο χωρίς αυτιά
Κούδα = βρακί
Κουκάλισμα = γλωσσοφαγιά
κούκαλο = κόκαλο
Κουλούμι = σωρός χώματος μετά το πρώτο σκάψιμο των αμπελιών
κούλουμο -κουλούμι = σωρός
κουλουμώνω = σχηματίζω σωρό
κουμεντόρι = τομάτα
Κουμπάνια = προμήθεια, απόθεμα
Κουντούρι = τα θερισμένα, στάχυα, όρθια
Κούπωμα = καπάκι
Κουπώνω = σκεπάζω
Κούρβα = παλιοθήλυκο, πόρνη
Κουρβουλιάζω = πιάνονται οι αρθρώσεις μου
Κούρβουλο = η ρίζα του κλήματος
Κουργιόζος = (ιτ. curioso) ο περίεργος
Κουρλαίνω = τρελαίνω
Κουρούτα = θηλυκό πρόβατο
Κουρτελάδα = η άκρη του δρόμου
Κούρτη = πέτρινος φράχτης
Κούσαλο = ηλικιωμένος
Κουσουμάρω = δένω τη σάλτσα, σιγά-σιγά
Κουτάω = τολμάω
Κούτουπος = αρπαγή, τσακωμός
Κουτράω = συγκρούομαι, χτυπώ
Κουτσοσάρωμα = λέξη υβριστική
Κουτσούνες = κούκλες
Κουτσουνοκάρες = αγιοβασιλιάτικες, κρεμμύδες
Κουτσουρίζω = κόβω την κορυφή
Κουτσοχεριάστηκα = έχασα τη βοήθεια που είχα
Κουφαηδώνω = δεν ακούω καλά
Κούχτιο = ξεμωραμένος γέρος
Κοφίση = (αγγλ. stockfish) παστό ψάρι, συνηθίζεται σκορδαλιά
Κράζω = τον έκραξε, τον κατήγγειλε
Κρεπάρω = σκάω
Κρισσάρα = η σήτα
Κρούω = βρωμάω
Κυβερνιέμαι = τα φέρνω βόλτα
Κυβούρι = τάφος
Κυπρί = μεγάλο κουδούνι για πρόβατα
Κυρμιγκίξω = ιδιότροπη γυναίκα, σχολαστική, που προσέχει τα πάντα
Κωλοτανιέμαι = τεμπελιάζω, τεντώνομαι τεμπέλικα
Κωλοφωτιά = πυγολαμπίδα
Κωλώνω = μετανιώνω και κάνω πίσω




Λ
Λάου - λάου = κρυφά, σιγά-σιγά
Λαουρέντες = (ιτ. laureando) βοηθός εργάτης
Λάπατο = λάχανο σαν σπανάκι
Λάτα = τενεκές
Λεβιθόχορτο = το έδιναν βραστό στα παιδιά για την καταπολέμηση των σκουληκιών και τους πόνους της
κοιλιάς
Λειτουργιά = το πρόσφορο
Λειψανέβατο = λειψός, μικρός, σιγά το λειψανέβατο
Λείψεμε = άσε με ήσυχο
Λετράτο = υποκείμενο, άχρηστος και κακόβουλος άνθρωπος
Λεττόνι = ψηλός με ωραίο σώμα
Λεφατσάδα = η κατσάδα
Λιανό = λιγνό
Λιγκόνι = μυρμήγκι
Λιθιά = τοίχος με πέτρες
Λιθόστρατο = κεντρικός δρόμος του Αργοστολίου
Λικόμισμα = η σύνθλιψη της ελιάς για να βγει το ελαιόλαδοΛιμασμένος = πολύ πεινασμένος
Λιμοψείρι = μικρόβιο που προσβάλει τις κότες
Λιμπρετάρω = ανοίγω λίγο τα παραθυρόφυλλα
Λινοκόκι = σπόροι του λιναριού και κατάπλασμα
Λιοβίρι = ζεστός αέρας, προσβάλει τις ελιές
Λιοκόκκια = τα απομεινάρια από τη σύνθλιψη του ελαιοκάρπου
Λιόκρουση = ίκτερος, χρυσή
Λιόντας = ψευτοπαλικαράς, λιοντάρι
Λισβός = λειψός, μικρός
Λιχούτσα = λιχουδιάρα
Λογάτε = π.χ, όπως, σα να λέμε
Λοζός = ένας χώρος βρώμικος
Λοϊδες = μαλλιά αχτένιστα
Λοϊδια = μαλλιά
Λόντρα = πολύ ωραία γυναίκα,(θαυμασμός)
Λοξάρι = το δοξάρι
Λότζα = (ιτ. loggia) η σκεπαστή προεξοχή, το υπόστεγο, θεωρείο
Λουμάκι = το βλαστάρι
Λούρα = η βέργα
Λύμπα = πέτρινη γούρνα
Λυσαντέρια = η δυσεντερία




Μ
Μoυσκλωμένος = μουτρωμένος, κατσουφιασμένος
Μαγάρα = βρωμογυναίκα
Μαγάρα = κατεργάρα
Μαγαρίζω = νοθεύω, λερώνω
Μαγαρισιά = πονηριά, κακοψυχία
Μαγαρισμένος = βρώμικος, κακόψυχος
Μάγιο = εργαλείο πελεκίσματος
Μαγκλαούρι = μεγάλο ξύλο με το οποίο τινάζαν τα δέντρα
Μάγκος = ξύλινο, βαρύ τραπέζι
Μαγκούφης = μόνος, χωρίς κανέναν, ανεπρόκοπος
Μάζωξη = συγκέντρωση
Μαΐστρα = ο κεντρικός ξύλινος δοκός που στήριζε το πάτωμα του ισογείου
Μαϊτζέβελος = άξιος, πολύ ικανός, εύχρηστος, βολικός
Μακελάρης = (ιτ. macellare) σφαγέας
Μαλάθα = μεγάλο καλάθι, κοφίνι
Μαλαουδιάζω = μουδιάζω
Μαλαουδιασμένος = μαζεμένος, κακοδιάθετος
Μαλαφράντζα = (ιτ. mal di Francia) η γαλλική αρρώστεια, σύφιλη
Μαλεβράσι = αναστάτωση
Μάλινο = ασθένεια, γρίπη, κακιά αρρώστεια
Μαλιοκάουρας = άτομο με μακριά μαλλιά, λίγο μαζεμένο
Μαλιοστούπισε = μαλλιοτράβηξε
Μαλιφίτσι = (ιτ. maleficio) καυγάς, μεγάλη φασαρία
Μαμούρια = υπηρέτες, δούλοι
Μανέστρα = σούπα με ζυμαρικά ή ρύζι
Μανοθυατέρα = μάνα και κόρη
μάντα = άκρη
Μάντα = η άκρη, το παραμέρισμα
Μάνταλος = είδος σύρτη
Μαντενούτα = ερωμένη
Μάντολα = παραδοσιακό κεφαλονίτικο ζαχαρωτό
Μαντραούρα = (αρχ. μανδραγόρας) μανιτάρι
Μαξούρι = το εισόδημα από την ενοικίαση των προβάτων
Μάρα = μαράζι
Μαραγκιασμένο = μαραμένο
Μαργέλι = (ιτ. margine) η ενίσχυση του στριφώματος
Μαργιόλα = γυναίκα που κάνει καμώματα, ναζιάρα
Μαργώνω = κρυώνω
Μαρινάροι = (ιτ. marinaio) οι ναύτες
Μαρμάγκα = αράχνη
Μαροκιές = πετριές
Μαρόκος = βράχος, κοτρώνα
Μαρτιάκος = λουλούδι άγριο κίτρινο που ανθίζει την άνοιξη
Μαρτουρεύω = βασανίζω
Μάρτσια φούνεμπρε = (ιτ. marcia funebre) πένθιμο εμβατήριο
Μάρτσια = (ιτ. marcia) εμβατήριο
Μαστέλο = (ιτ. mastello) μικρός ξύλινος κάδος
Ματίζω = ενώνω
Ματοχυλισμένος = γεμάτος αίματα
Μαυρόγιο = τα χωράφια με μαύρα χώματα
Μαυροτσούκαλο = κάποιος πολύ μαύρος
Μεγάρι = μακάρι
Μεδά = μήπως
Μελίδια = κομμάτια
Μελιδιάζομαι = τσακίζομαι
Μέλιορα = (ιτ. migliore) καλύτερα
Μεμάς = ο Άγιος να είναι μ’ εμάς
Mαϊνάρω = (ιτ. mainare) κατεβάζω τα πανιά, φέρνω βόλτα, καταφέρνω
Μέντε = (ιτ. mente) νους
Μεντέρι = καναπές, ντιβάνι
Μερεμέτι = μικρή δουλειά, βαρετή
Μερετάρω = (ιτ. meritare) σέβομαι, εκφράζω τις ευχαριστίες μου
Μέρετο = (ιτ. merito) αξιοσύνη, σεβασμός
Μέρμηγκας = Κεφαλονίτικος χορός
Μεροστράτη = ο δρόμος μιας ημέρας
Μεσάλι = το τραπεζομάντιλο
Μέσπολα = μούσμουλο
Μέτελας = παραφθορά του Μεϊτλανδ, Άγγλου αρμοστή
μικιάρισμα = σκοποβολή, σημάδι
Μικιάρισμα = σημάδι, στόχος σκοποβολής
Μιλιταριό = πολυλογία
Μινούτο = (ιτ. minuto) το λεπτό της ώρας
Μιόβολο = πεντάρα, οβολός μικρής αξίας
Μιράκολο = (ιτ. miracolo) θαύμα
Μιρακολόζο = (ιτ. miracoloso) θαυμάσιο, αξιοθαύμαστο
Μισακά = μισά-μισά
Μισοβέτσικο = μισότρελο
Μισοφαστιδιασμένονε = ζαλισμένο, μισολιπόθυμο
Μισοψιχαλισμένος = μισομεθυσμένος
Μογδόνι = πέτρα μεγάλη, σκληρή που δεν κόβεται
Μολαΐμησε = ηρέμησε
Μολημέρι = να βρέχει όλη μέρα (σιρόκος)
Μόλτο ονοράτο = (ιτ. molto onorato) μεγάλη του τιμή
Μομέντο = στιγμή
Μομέντο = (ιτ. momento) σε μια στιγμή
Μόμολο = γελοίος, κοροϊδευτικά μαϊμού
Μόμπιλε = (ιτ. mobile) η διακόσμηση, τα έπιπλα
Μόνε = μονάχα, παρά
Μονήρονο = η σκεπή να έχει κλίση στη μια πλευρά
Μονητάρως = ολωσδιόλου
Μονιά = εκεί που λουφάζουν τα άγρια ζώα
Μονομερίδα = φαρμακερό φίδι
Μονομηνήτικα = έχουν γεννηθεί τον ίδιο μήνα
Μονόπαντο = γέρνει από τη μια πλευρά
Μονοτσέμπερο = χωρίς βοήθεια, μόνος
Μορογάρω = αργοπορώ
Μορόπουλο = κολοκυθάκι
Μόρος = (ιτ. moro) αμίλητος, σκυθρωπός, μαύρος
Μοροφίντο = μεσοτοιχία, πρόχειρο εσωτερικό χώρισμα σπιτιού
Μόρσα = (ιτ. morsa) μέγγενη
Μοσκιά = αναρριχώμενη τριανταφυλλιά, ροζ, άσπρη
Μοτάρι = πληγή, αλλά και καημός, το έχω μοτάρι στη ψυχή μου
Μουζεντούρης = θύμωσε, κατέβασε τα μούτρα του
Μουλιάτικο = ορφανοτροφείο για νόθα
Μουλώνω = πεισματώνω, κάνω μούτρα
Μουμούδι = μεδούλι, ψύχα ξηρών καρπών
Μουντί = η βούρτσα του ασπρίσματος
Μουντίζω = ασβεστώνω
Μουρέλο = μεσαίο ξύλο για φωτιά
Μούρλα = τρέλα (μουρλός = τρελός)
Μουρλοκομείο = τρελοκομείο
Μουρτάρι = το γουδί το μπρούτζινο
μουρτόριο = κηδεία
Μουρτόριο = (ιτ. mortorio) η κηδεία
Μουσκετάρω = πυροβολώ
Μουσκλωμένος = κατσουφιασμένος, μουτρωμένος
Μουσούδια = το σαγόνι του ζώου
Μούσουλα = μύδια (επήε για μούσουλα = πνίγηκε)
Μούτελι = σκόνη, τα έκανε μούτελι
Μούτος = (ιτ. muto) αμίλητος
Μουτρούνα = αγκάθια με φαρδιά φύλλα
Μουτσούνα = προσωπείο
Μπαζίνα = ο χυλός που έπηξε πολύ
Μπαίγνιο = κορόιδο
Μπακαλέρω = (Παναγία), εκκλησία στα Μπακαλεράτα της Πυλάρου
Μπακατέλες = κακοφτιαγμένες δουλειές, αλλά και γυναίκες περαρμένης ηλικίας
Μπαλιγάρω = προσπαθώ να ηρεμήσω κάποιον
Μπάλλος = (ιτ. ballo) γνωστός κεφαλονίτικος χορός
Μπάλος = (ιτ. palo di ferro) λοστός
Μπαμπάι = μικρό έντομο
Μπαμπακάς = βάτραχος
Μπαμπαφίοι = κάτι χωρίς γούστο
μπαμπόνι = καρούμπαλο
Μπαμπόνι = καρούμπαλο
Μπαμπουλωμένος = το ντύσιμό του να σκεπάζει και το πρόσωπο
Μπαόρδα = το πολύ φαγητό
Μπαραφούζα = αταξία, ζημιά
Μπαρμπαρόσυκα = φραγκόσυκα
Μπαρμπουλές = τοπικό παραδοσιακό ζαχαρωτό
Μπαρμπούτα = (ιτ. barbuta) το προσωπείο, η μάσκα
Μπαρμπούτσι = κακόφημο στέκι
Μπάρτσα = γίδα με κέρατα
Μπαρτσινέβελος = αφεντικό, επιστάτης
Μπαρτσολέτες = κωμικά αστεία
Μπασιά = επισκέψεις, έχω μπασιά
Μπαστελάμενος = γερός, δυνατός
Μπατανία = κουβέρτα αργαλειού
μπατάρω = πέφτω
Μπατάρω = γέρνω
Μπατίδο = (ιτ. battuto) χαλασμένο, παλιό
Μπατικιές = πετροβόλισμα
Μπάτινα = το βερνίκι παπουτσιών
Μπατούτα = (ιτ. battuta) μουσικό μέτρο
Μπάχαλο = φασαρία
μπεβερίνος = μπεκρής
Μπεβερίνος = μπεκρής, αλκοολικός
Μπεζεστένι = μεζέδες
μπελέτσα = ομορφιά
Μπελέτσα = (ιτ. bellezza) ομορφιά
Μπελτές = ντομάτα, αλλά και το ζουμί του κυδωνιού
Μπεμπεούρι = το αρνάκι, αλλά και παιχνίδι παιδί
Μπερδελό = με χρώματα ζωηρά, παρδαλό
Μπερετόνι = κασκέτο
Μπερτόδος = (ιτ. bertoldo) ο βλάκας
Μπέστιας = (ιτ. bestia) παλιάνθρωπος, παλιοτόμαρο
Μπιβαδόρος = μεθύστακας, μπεκρής
Μπίδι = ολόγυμνος
μπικερίνι = ποτηράκι για λικέρ
Μπικερίνι = (ιτ. bicchierino) ποτηράκι του λικέρ
Μπιλιέτο = (ιτ. biglietto) εισιτήριο θεάτρου κυρίως
Μπιομπός = γελοίος
μπιρτσιλίρω = ξεκουτιαίνομαι
Μπιστικός = τσοπάνης
Μπιστιού = βερεσέ
Μποδιακό = ποδαρικό
Μποκές = μπουκέτο, ανθοδέσμη
Μπόλια = πετσέτα
Μπομπή = ντροπή
μπόμπολας = σαλίγκαρος
Μπόμπολας = σαλιγκάρι
Μπομπόνι = διάσονας
Μπόνα και μπόνε = (ιτ. buona) δεν είμαι καλά, πχ. δεν είμαι στα μπόνα μου, είμαι αδιάθετος
Μπονόρα = νωρίς
Μπόντες = (ιτ. ponte) η γέφυρα του Αργοστολίου, αλλά και κάθε γέφυρα
Μπονώρα = (ιτ. buonora) ενωρίς
Μποστάνι = λαχανόκηπος
Μποτέγα = (ιτ. bottega) μαγαζί όπου μπορεί να φάει κάποιος
Μπότης = πήλινη στάμνα
Μποτσόνι και μπότσα = μπουκάλι
Μπουγάζι = το πέλαγος
Μπουζάκα = είδος βατράχου
Μπούζι = παγωμένο
Μπουζουνάρα = μεγάλη αγάπη
μπουκούνι = κομμάτι
Μπουκούνι = κομματάκι
Μπουνέλο = διάρροια
Μπουργέτο = μαρίδα στο φούρνο
Μπούρδινο = φθηνό ύφασμα
Μπουρί = να ψειρίσουν τα παιδιά, κάνε μπούρι
Μπουρλάρω = αστειεύομαι
Μπουρμπουρέλια = όσπρια ανακατεμένα
Μπουρμπουρέλω = η Παναγία που γιορτάζει της 21 Νοεμβρίου
Μπουρνέλα = κορόμηλο
Μπουρούκι = μπρίκι
Μπούτζαρα = άχρηστα πράγματα
Μπουχαρί = καπνοδόχος
"Μπρε = τι κάνεις μπρε; Βρε"
Μπρέκια = ζημιά, βρωμοδουλειά
Μπρι = πριν
Μπριτού = προτού
Μπριτσιλίρω = ξεκουτιένομαι




Ν
Ναίσκε = ναι, μάλιστα
Νεγότσιο = (ιτ. negozio) παρεδώσε, εμπόριο
Νεκρό = ανάλατο
Νεφταρμοί = οφθαλμοί, μάτια
Νια = μία
Νιάζω = νιαουρίζω
Νιανιάος = αυτός που έχει φωνή σαν νιαούρισμα γάτας
Νιβιδιόζος = (ιτ. invidioso) φθονερός, κακόκαρδος, χαιρέκακος
Νιέντε = (ιτ. niente) τίποτα
Νιονιό = μυαλό
Νιοφρούτι = τα πρώτα φρούτα εποχής
Νιπένιο = (ιτ. impegno) τάξιμο
Νισάφι = έκφραση που δηλώνει αγανάκτηση
Νιτερέσι = συμφέρον
Νιτερέσι = (ιτ. interesse) συμφέρον, πχ. να κοιτάζεις το νιτερέσι σου, τη δουλειά σου
Νοβιτά = (ιτ. novita) κουτσομπολιά, αλλά και είδηση
Νογάω = δεν νογάει τίποτε, δεν καταλαβαίνει
Νόνα = γιαγιά
Νότια = η υγρασία
Ντακόρτο = (ιτ. daccordo) συμφωνία
Ντάλε-κουάλε = δυο που μοιάζουν
Ντανταρίζω = τραντάζω
Ντέζω = αγκιστρώνομαι κατά λάθος
Ντελίριο = (ιτ. delirio) εκτός εαυτού, παροξυσμός, παραλήρημα
Ντεμέλα = μαξιλαροθήκη
ντερίνα =γαβάθα
Ντερίνα = σουπιέρα, γαβάθα
Ντζελουδίες = βαφές, κραγιόν, πούδρες
Ντολτσέτσα = (ιτ. dolcezza) η γλύκα
Ντορός = ίχνη
Ντούκια = άρρωστος στο κρεβάτι
Ντούκουε = (ιτ. dunque) ώστε, λοιπόν
Ντράβαλα = φασαρία
Ντριμόνι = κόσκινο
Ντρίτα = ευθεία, ίσα
Ντριτάρω = ισιώνω
Ντρίτος = ίσιος
Ντρογάδα = αέρας και βροχήΝτροδίζει = θόρυβος, φασαρία, ξεκουφαίνει
Ντρόλακας = θόρυβος δυνατός
Ντρουβέλι = σκέψεις βασανιστικές
Νώμος = ο ώμος




Ξ
Ξαγιάζω = πληρώνω σε είδος, πχ. το ξάι του λιτρουβιού
Ξαγκλίζω = ξεμπερδεύω μαλλιά
Ξαγκρίζω = καθαρίζω προσεχτικά το σπίτι
Ξαγραμπαλώνω = ξεγαντζώνω
Ξαίνω = το καθάρισμα του μαλλιού πριν το γνέσιμο
Ξαλαφιασμένος = κατατρομαγμένος
Ξαλαφιασμένος = αναστατωμένος, κατατρομαγμένος
Ξαμπελώνω = ξεφυτεύω το παλιό αμπέλι
Ξαναγραβάρισε = ανακάτεψε, γύρισε το μέσα έξω
Ξαναθηλικώνω = ξανατυλίγω
Ξαναπούλιασμα = το φτέρωμα των πουλερικών όταν ανανεώνεται το χειμώνα
Ξαπόστα = επίτηδες
Ξαποσταίνω = ξεκουράζομαι
Ξαρκής = κάνω κάτι από την αρχή
Ξαστόχησα = λησμόνησα
Ξεγαλίζω = βγάζω την πέτσα του δέρματος
Ξέει = ξύνει
Ξεκίπησα = μεταφορικά για κάποιον που έχασε τα παιδιά του
Ξεκουρούποτος = με το κεφάλι χωρίς καπέλο
Ξεκουτάλεμα = δοκιμή του φαγητού για να δούμε αν είναι έτοιμο
Ξελάγκι = κυνήγι, κατόπι, πχ. τον πήρε ξελάγκι
ξελάκου = κυνηγάω κατά πόδας
Ξελεξιά = βρίσιμο και από τις δυο πλευρές, αλληλοβρίσιμο
ξεμιτιστό φάσκελο = κεφαλλονίτικη μούντζα
Ξεμπάχαλος = δυνατός μπάτσος, χαστούκι
Ξεμπουρίζομαι = ξετρελαίνομαι, κάνω ανοησίες, συνηθίζω στις απολαύσεις
Ξενοπρεδεύω = γυρίζω αλλού για ερωτοδουλειές
Ξενότισμα = πλεχτό μπάλωμα στις κάλτσες, στις φτέρνες
Ξενοψωμίζω = τρώω σε ξένο σπίτι
Ξεντώνομαι = τεντώνομαι
Ξεραθύμισε = έφαγε κάτι με ευχαρίστηση
Ξεραποξυλώθηκα = κοιμήθηκα βαριά
Ξερατίζω = τρώω τις ρώγες από το σταφύλι πάνω στο κλήμα
Ξερέξι = κάτι εξαιρετικά ορεκτικό
Ξερίχι = σταφύλι μαύρο
Ξερνοβολάω = κάνω εμετό
Ξεσκλίζω = σκίζω βίαια
Ξεσπιρίζω = ομορφαίνω, ξεπετάγομαι
Ξεστελλιάζω = διαλύω, βγάζω από τη θέση
Ξεσυνερίζομαι = λαμβάνω υπόψη
Ξεσυνερισιά = η άμιλλα
Ξεσφαΐζομαι = πέφτω και χτυπάω, τσακίζομαι
Ξετιμώνω = κουτσομπολεύω, κάνω βούκινο
Ξετιμωτής = ο εκτιμητής
Ξετσάνησε = είναι στα κέφια του, πήρε θάρρος
Ξεχάραξε = για την κότα που κάνει αυγό πρώτη φορά
Ξυγκάκι = το περιτόνιο, πχ. σιγά και μη σου βγει το ξυγκάκι
Ξωκρατώ = κρατάω μούτρα σε κάποιον, σε απόσταση




Ο
Ογκεσέ = όχι
Ογκιά = υποδιαίρεση της λίτρας
Ολόγρος = μουσκεμένος
Ονόρε = (ιτ. onore) τιμή
Όντις = όταν
Ορά = ουρά
Οργιό = τρεμούλα, ρίγος
Οργιοστάλαχτος = πεντακάθαρος
Ορμηνεύω = συμβουλεύω
Ορνέλα = μεγάλο κωνικό βαρέλι
Όρντινε = διαταγή
Όρτα = η καλή πλευρά του φορέματος
Όρτινο = (ιτ. ordine) διαταγή, εντολή
Ορτοκούτσουλο = κάτι όρθιο και άχαρο
Όσκε = όχι
Όστρια = άνεμος νότιος, ζεστός, λίβας
Ούρδου = να ορμήσεις πάνω του
Οφίτσια = (ιτ. officio) προνόμια
Οφίτσιο = αξίωμα στρατιωτικό, πολιτικό, εκκλησιαστικό




Π
Παδείρησα = ταλαιπωρήθηκα
Παδέλα = (ιτ. padella) πήλινη κατσαρόλα
Πάκια = νεφρά
Παλαβιάρης = ανόητος, μωρός
Παλαμίζω = σοβατίζω
Πάλε = πάλι
Παλιάτσα = μέτρο λαδιού
Πανιάστηκε = πονηρεύτηκε
Πάντα κι άλλη = από το ένα μέρος κι από το άλλο
Παντιέρα = (ιτ. bandiera) σημαία
Παπαρδέλες = ανόητες ψευτιές
Παπόρι = (ιτ. vapore) βαπόρι
Παπόρο = βαπόρι
Παραζούζουλος = ελαττωματικός
Παρακατούλια = υποδεέστερος
Παρακουφάδες = έβγαλε παρακουφάδες, κουφάθηκε
Παρασάνταλο = παλιοπάπουτσο
Παργατάρω = παραβγαίνω, συναγωνίζομαι
Παρί = αμ’ πως, παρά, μονάχα
Πάρλα = (ιτ. parlare) κουβέντα
Παρμένος = ακίνητος από πόνους
Πάρτε διαόλοι βάγια = ασυδοσία
Παρτικουλάρω = (ιτ. particolare) υπερασπίζομαι
Πασέτο = μέτρο
Παστόκα = (ιτ. pastocchia) ψευτιά
Πάστρα = καθαρό
Παταούδιασε = πάγωσε
Πατέλα = πεταλίδα
Πατριδί = φασαρία
Πέζο = ζυγαριά, βάρος
Πειρί = ο πύρος του βαρελιού
Πέρα περού = πέρα-πέρα
Περατζάδα = βόλτα, πέρασμα κόσμου
Περατζάδες = επιδείχτηκες βόλτες
Περγουλιά = (ιτ. pergola) κληματαριά
Περέσι = ανοιχτό, διάπλατο
Περικουλόζος = (ιτ. pericoloso) επίφοβος
Πετιμέζι = μούστος πολύ βρασμένος
Πέτο = στέρνο
Πετρίτης = γεράκι
Πετροκόριθο = σταφύλι επιτραπέζιο
Πεύκι = κουρελού
Πηαίνω = πάω
Πικαρισμένος = πειραγμένος
Πικάρω = (ιτ. piccarsi) πειράζω
Πικιώνι = κύπελλο
Πινακωτή = το γινωμένο ζυμάρι το τοποθετούσαν σε ειδικό τετραγωνισμένο ξύλινο κατασκεύασμα πριν το
ρίξουν στο φούρνο
Πινιάτα = χάλκινο καζάνι για νερό
Πινομή = για πινομή σου, για το χατίρι σου
Πίντα =μονάδα για υγρά
Πισάρα = φυτό για σαλάτα και όσπρια
Πιστρό = παρδαλό
Πιτοπούλι = το λειψό ψωμί
Πίτσι = παιχνίδι που παιζόταν με δεκάρες
Πιτσιλίρω = μου στρίβει, τρελαίνομαι
Ποδολόγος = ένα ύφασμα, στριμμένο κατάλληλα, το τοποθετούσαν στο κεφάλι οι γυναίκες που μετέφεραν
βάρη
Ποδόχι = στο λινό μια γούρναπου πέφτει ο μούστος μέσα
Πομποφάνειες = ανόητες επιδείξεις
Πόνσο = (ιτ. polso) σφυγμός
Πόντα = κρύωμα
Πόντα ή πούντα = κρύωμα
Ποργιά = η είσοδος
Πορδόμυλος = καυγάς
Πορόκλι = ο φράχτης
Πορταδέλια = χειροποίητος μεντεσές
Πορτόνι = (ιτ. portone) αυλόπορτα
Ποστιάζω = τακτοποιώ πράγματα
Πότα = πότε
Πουλαροδείχνει = νεαρό άτομο που όμως δείχνει μεγαλύτερος
Πούλιο = πιο
Πουλιότερο = περισσότερο
Πουνέντες = δυτικός άνεμος
Πουντέλι = στήριγμα
"Πούντηνε = που είναι αυτή; "
"Πούντοσης = που είναι αυτός; "
Πούπετα = πουθενά
Πουράτζινο = νέο και άτακτο, ναζιάρικο
Πουργαμέντο = (ιτ. purgante) καθαρτικό λάδι
Πουρνέλι = μικρό
Πουρνελιά = δαμασκηνιά
Πουρνέλισε = έμεινε έγκυος πριν χρονίσει
Πράματις = πραγματικά
Πράτιγο = άδεια, πήρε πράτιγο-πήρε άδεια, είναι ελεύθερος
Πρέδα = αγροζημιά, αλλά και ερωτοδουλειές
πρεμούρα =βιασύνη
Πρεμούρα = (ιτ. premura) κυρίως ανησυχία και ενδιαφέρον
Πρικό = πικρό
Προσμπούκι = μια μπουκιά πριν το φαγητό
Πρωτολάτης = ο πρώτος γιος , αλλά κι ο πρώτος καρπός
Πύργια = χωνί




Ρ
Ρακοπότηρο ή ρακογιάλι = ποτήρια για ρακί που έβγαζαν από το μούστο
Ραμολιμέντο = ξεμώραμα
Ραμολιμέντο = ξεμωραμένος γέρος
Ράπες = τα κοτσάνια του θερισμένου σιταριού και της βρώμης
Ρεβερέντσα = (ιτ. reverenza) χαιρετισμός, υπόκλιση
Ρεγάλο = (ιτ. regalo) δώρο, φιλοδώρημα
Ρεγουλάρω = ρυθμίζω, χειρίζομαι
Ρεγουλάρω = (ιτ. regolare) κανονίζω κάτι σε μηχάνημα, ρυθμίζω
Ρεμενάτα = τα καμπυλωτά των παραδοσιακών σπιτιών
Ρεμέντζο = αποκούμπι
Ρεμέντιο = (ιτ. rimedio) φάρμακο
Ρεμπάρτα = (ιτ. ribalta) φερμουάρ
Ρεμπεσκές = αλήτης
Ρεντάκι = τρεχάκι
Ρεντάτος = τρεχάτος
Ρεντικολάρω = (ιτ. ridicolizzare) ρεζιλεύω
Ρεντικολέτσα = (ιτ. ridicolezza) ρεζιλίκι
Ρεντίκολο = ρεζίλι, γελοίος
Ρεουσύρω = (ιτ. riuscire) πετυχαίνω
Ρέπεδο = ερείπιο, κατεστραμμένο κτίριο
Ρεπόμπο = (μεταφορικά), ένα καλό μάθημα
Ρεπόρτο = (ιτ. rapporto) αναφορά, έκθεση
Ρεπόσο = (ιτ. riposo) με την ησυχία σου, ανάπαυση
Ρεσεύω = κακομαθαίνω
Ρετσέτα = συνταγή
Ρεχάτι = τεμπελιά
Ριγανάδα = παραδοσιακό φαγητό με βρεγμένο ψωμί, λάδι και ρίγανη
Ρίμνα = ρίμα
Ριπίζω = χύνω
Ριπίζω = χύνω
Ριπιτίδι = η διάρροια
Ριφόρτσο = (ιτ. rinforzo) δύναμη, τόνωση
Ρόγγισε = πήρε φωτιά
Ροδέλα = είδος πυροτεχνήματος
Ροζαμάπα = μεγάλο τριαντάφυλλο
Ροζόλι = (ιτ. rosolio) κόκκινο ποτό που προσφερόταν στους γάμους
Ροϊ = επιτραπέζιο δοχείο λαδιού με μικρή οπή
Ρόιδο = ξύλινη ή καλαμένια κατασκευή όπου τοποθετούσαν το μαλλί για να το στρίψουν
Ροκέλο = η ανέμη, η κουβαρίστρα
Ρομαντσίνα = κατσάδα
Ρομπόλα = άσπρο παραδοσιακό κρασί της Κεφαλονιάς
Ρονιά = το νερό που πέφτει από τα κεραμίδια, το αυλάκι του κεραμιδιού
Ρόντα = (ιτ. ronda) βόλτα, όλο ρόντα γυρίζει
Ροσοπύλια = ασθένεια που γιατρευόταν με ξόρκια
Ρούγκλα = μύξα
Ρούγος = δρόμος
Ρούδι = βουνό της Κεφαλονιάς
Ρουμάνα = τα μαρούλια
Ρούμπωσε = χόρτασε
Ρουφιά = μια γουλιά
ρουχουνίζω = ροχαλίζω
Ρουχουνίζω = ροχαλίζω




Σ
Σαγιαδόρος = καδινάτσος χειροποίητος
Σάγιασμα = υφαντό ύφασμα που προστάτευε τα ιδρωμένα ζώα
Σάγρος = δερματοπάθεια βρεφών
Σαλάγιασμα = καθοδήγηση των ζώων
Σαλαμίδι, και σαλαβρίχα = σαμιαμίδι
Σάλαος = θόρυβος
Σάλιο στη μύτη (βάνω) = κοροϊδεύω, εξαπατώ
Σαλίτζο = (ιτ. selciato) δάπεδο
Σαμαροσκούτι = το ύφασμα του σαμαριού
Σάματις = μήπως
Σαμουτσούλα = σφυράκι
Σάμψυχος = αρωματικό χόρτο για πίττα
Σαράκος = μεγάλο πριόνι για δέντρα
σαρτάω = πηδάω
Σάρτος = (ιτ. salto) μεγάλο πήδημα
Σάρωμα = σκούπα
Σβέρδονας = νόθος γιος
Σβιλάδα = ανεμοστρόβιλος, αλλά και έντονος κοιλόπονος
Σβιντάρω = (ιτ. spinta) πειράζω κάποιον
Σγαράρω = (ιτ. sgarrare) μετακινώ, βγαίνω από τη θέση
Σγαρίλιος = αλάνι, μάγκας
Σγαρνίζει = σκάβει
Σγόμπα = (ιτ. gobba) καμπούρα
Σγουριά = χτύπημα
Σεγόντο = (ιτ. secondo) δεύτερη φωνή στις καντάδες
Σέκιο = (ιτ. secchio) μονάδα μέτρησης υγρών, 20 πίντες
Σέκο = σκληρό καπέλο
Σέκος = (ιτ. secco) τον στέγνωσε ο αέρας, ξερός
Σεληνιασμός = επιληψία
Σέμπρος = κοπάδια ή χτύπημα μισά-μισά, συνεταιρικά
Σενιάρω = (ιτ. segnare) ταχτοποιώ
Σεντούκι = μπαούλο
Σεπάριο = (ιτ. sipario) αυλαία
Σεράτα = (ιτ. serata) βραδινή συναυλία
Σερβιτσάλια = σερβίτσια
Σεριόζα = (ιτ. serioso) σοβαρά
Σέστα = (ιτ. sesto) καμώματα
Σεστάρισμα = (ιτ. assestare) νοικοκύρεμα
Σημαμένη σαρκάλα = σπασμένο κεφάλι
Σιγκούνεψε = βρώμισε
Σιγουράντσα = (ιτ. sicurezza) σιγουριά, ασφάλεια
Σίδαυλο = μασιά
Σίκλος = κουβάς
Σίκλος = (ιτ. ciclo) κουβάς
Σινοπίδι = ασθένεια κηπευτικών
Σιορ = κύριος (τίτλος ευγενείας) - σιόρα =κυρία
Σιορπάτρης = πατέρας
Σιροκολέβαντο = πολύ άσχημος καιρός
Σιφερτάση = σερβίτσιο φαγητού
Σίχλα = μούχλα
Σκαλόπετρα = (ιτ. scolopendra) σαρανταποδαρούσα
Σκαλούνι = πέτρινο σκαλοπάτι
Σκαμνιά = μουριά που κάνει μεγάλα μούρα
Σκανταλέτο = σίδερο με κάρβουνα
Σκαντζάρω = αλλάζω, αντικαθιστώ
Σκάντζια = (ιτ. scansia) ξύλινο ράφι για πιάτα
Σκαπουλάρω =γλιτώνω
Σκαραφόνος = μαχαιροβγάλτης, αλλά και πειραχτήρι
Σκαρίζει = ωριμάζει
Σκαρίκια = ευχάριστη είδηση
Σκάρτο = όχι όλο, όχι πλήρες
Σκαρτσούνια = μάλλινες κάλτσες
Σκατζοπέρναρο = πουρνάρι άγριο με μικρά φύλλα
Σκατοκουτάλα = υβριστικό για όσους σπέρνουν λόγια
Σκατόψυχος = υβριστικό για πεθαμένο με κακές πράξεις εν ζωή
Σκέπη = βαμβακερό μαντήλι
Σκιάζομαι = φοβάμαι
Σκλεπούνι = μικρό κουνούπι
Σκλήθρα = μυτερό κομμάτι ξύλου
Σκόρσο = τράνταγμα
Σκορτσάμπουνο = χειροποίητο μουσικό όργανο από δέρμα ζώου
Σκοτίδια = σκοτάδια
Σκουλαμέντα = Τα αφροδίσια νοσήματα
Σκούρα = (ιτ. scuro) τα παραθυρόφυλλα
Σκουράντζος = ρέγκα
Σκουσμάκια = δυνατές φωνές ή κλάματα
σκουτέλα =μεγάλο φλιτζάνι
Σκουτέλι = φλιτζάνι
Σκουτί = ρούχο
σκουτιά =ρούχα
Σκρεμιδεύω = παίζω
Σκροβοντίστηκε = έπεσε και χτύπησε
Σκρούμπος = σκουμπρί
Σκρόφα = (ιτ. scrofa) γουρούνα
Σκρώχνει = τσιμπάει, κεντρίζει
Σόμπολα = μικρές πέτρες
Σοναδόρος = (ιτ. suonatore) οργανοπαίχτης
Σοτανά = διάολε
Σοτροπιάζει = το σεστάρει, το τακτοποιεί
Σουγιέλο = λούκι
Σούζο =ακίνητος
Σουλάτσο = περίπατος
Σούμπιτος =ολόκληρος
Σουρδαλίμω = σουρλουλού
Σούρδου-μούρδου = ακαταστασία
Σουρούπι = ρόφημα ζεστό για γρίπη
Σουρτάρα = το ζώο που πάει μπροστά και ακολουθούν τα άλλα
Σουρτούκα = πανωφόρι
Σουσουμιάζει = παρομοιάζει
Σούτα = γίδα χωρίς κέρατα
Σοφιγάδο = πατάτες γιαχνί
σπαβεντάρω = τρομάζω
Σπαβέντο = (ιτ. spavento) τρομάρα
Σπακάδα = επιδειχτική πόζα , καυχησιά
Σπαλέτα = σάλι, κασκόλ
Σπάος = σπάγγος
Σπαρτσίνα = λεπτό σχοινί
Σπατσάρω = (ιτ. spazzare) σκουπίζω, ξεμπερδεύω, παρατάω
σπεκτάκολο = εξαιρετικό θέαμα
Σπερματσέτο = κερί
Σπερνά = κόλλυβα, όχι μόνο στα μνημόσυνα αλλά και στα πανηγύρια
Σπετσιέρης = φαρμακοποιός
Σπλομανάει = χτυπάει η καρδιά του
Σποδέρνω = άνοιξε η μύτη μου
Σπολάητης = εις πολλά έτη
σπολέτα = φιτίλι
Σπόρισε = έχει ευκοιλιότητα
Σταγκωτής = γανωματής
Σταλός = (ιτ. stalla) ιερό μέρος για πρόβατα
Σταλώνω = ωριμάζω
Στανιάρησε = (ιτ. stagnare) έγινε στέρεο, σιγουρεύτηκε
Στανιό = ζόρι
Στασινάρω = βιάζω, βασανίζω
Σταφνισμένος = προκομμένος, μυαλωμένος
Σταφυλιόνι = νόστιμο χόρτο που φυτρώνει σε αμπελώνες
στελιάζω = στυλώνω, στήνω
Στελομάρτιασε = στρίμωξε
Στένεψη = άσθμα
Στέρφα = στείρα
Στιμάρω = (ιτ. stimare) εκτιμώ
Στόσμιγο = ανακατωμένο αλεύρι σιταριού και κριθαριού
στουπίρω = μένω έκπληκτος
Στουπίρω = (ιτ. stupire) θαυμάζω
Στραβοκατακλείδιασε = στράβωσε το σαγόνι
Στράκωσε = πάτησε πολλές φορές το δρόμο
Στρατόνι = δρόμος
Στράτσο = (ιτ. strazio) παλιό κουρέλι
Στριφογκώνιασε = τον στρίμωξε
στρίφτουλας = σβούρα
Στρίφτουλας = σβούρα
Στρουμπάρα = ασθένεια των αιγοπροβάτων
Συβίζω = ταιριάζω ζώα
Συγκάνω = ταιριάζω απόλυτα με κάποιον
Συγκάρτσελοι = φύγανε όλοι μαζί
Συθέμελα = από τα θεμέλια
Συλίντριχος = από τα θεμέλια
Σύμασε = μάζεψε
Συμπαγαδώνω = καθησυχάζω
συμπούρμπουλοι = όλοι μαζί
Συνέμπασα = αποθήκευσα τα προϊόντα
Συνορίτες = γείτονες στα κτήματα
Συνόσκαλος = συνομήλικος
Συντροδή = οχλαγωγία, φασαρία
Συχέριο = κοινή προσπάθεια
Σφαγαριά = η Κυριακή της Αποκριάς
Σφαή = σβέρκος
Σφαλαγκουνιά = ιστός αράχνης
Σφαλιάστηκε = έπαθε στη γέννα
Σφίγκλα = καρφίτσα ραπτικής
Σφόντυλας = η σπονδυλική στήλη
Σφοντύλι = ξύλινο βαρίδι διάτρητο, μέρος του αδραχτιού
Σωκάρδι = (αρχ. εσωκάρδιον) στηθόδεσμος, φανελάκι, εσωτερικό ρούχο
Σώνω = φτάνω
Σωτοβέλεσο = (ιτ. sottoveste) άσπρο μακρύ μεσοφόρι




Τ
Τάραμα = αναστάτωση, θυμός
Ταράω = κοιτάζω
Ταφιάζομαι = χτυπώ από πέσιμο
Τέντα- γρέντα = φαρδιά πλατειά
Τζατζαμίνι = γιασεμί
Τζογάρω =παίζω τυχερό παιχνίδι με χρήματα
Τζόγια = (ιτ. gioia) χαρά, χαϊδευτικό «τζόγια μου» Τόμου = όταν
Τζόρτζινας = είδος μεγάλης σφήκας
Τόμου = αφού, όταν
Τόρτσα =χοντρή λαμπάδα, μικρό μανουάλι
Τραταμέντο = κέρασμα
Τρατάρω = κερνάω
Τρατάρω = κερνάω
Τράτο = χρονικό περιθώριο
Τρεματούρα = τρέμουλο
Τρίτσα = ψάθινο καπέλο
Τσαρκαρεύω =ψάχνω
Τσερβέλο = (ιτ. cervelo) κεφάλι, μυαλό
Τσέρτα = σιγουριά
Τσερταμέντε = βεβαιότατα
Τσίμα = (ιτ. cima) κορυφή, άκρη
Τσιπουρίτης = τσίπουρο
Τσουράπια = κάλτσες
Τσουρλάω = πίνω




Υ




Φ
Φαμόζος = ξακουστός
Φάουσα = γάγγραινα, γκρίνια
Φαρομανάω = παίζω έντονα, κάνω σκανταλιές
Φαρομάνια = γλέντι έξαλλο
Φαστίδιο = (ιτ. fastidio) λιποθυμία, δυσφορία
Φέρμα =στέρεα, ακριβώς
Φερμάρω = στερεώνω, στέκω και περιμένω
Φιδόνα = ύπουλη γυναίκα
Φιδοτρώομαι = ανησυχώ, μπαίνω σε υποψίες
Φιόρο = λουλούδι
Φιρίρω =τσουγκρίζω
Φουρκισμένος = θυμωμένος
Φτενός = λεπτός, στενός




Χ
Χαλέπεδο = ερείπιο
Χαλίκι = πετρούλα
Χάπατο = χαζός
Χουμάω = ορμάω
Χρεία = ανάγκη




Ψ
Ψημάρα μου = δυστυχία μου









Διαδώστε το Άρθρο...

Όπως κάθε τόπος, έτσι και η Κεφαλονιά έχει τις δικές τις ιδιόμορφες εκφράσεις και λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται αποκλειστικά από τους κατοίκους του νησιού. 

Σε πολύ μεγάλο ποσοστό αυτό είναι επηρεασμένο από ιταλικές λέξεις και άλλες που χρησιμοποιήθηκαν από τους εκάστοτε κατακτητές του.


Α
Αβάντι = εμπρός
Αβάκα = συνεταιρικά, μισά - μισά
Αβάντα = κέρδος όχι πάντα θεμιτό, πλεονεκτική θέση
Αβάρα = το τσιμπούρι που προσκολλάται και στο ανθρώπινο σώμα
Αβαρία = ζημιά
Αβδέλα = βδέλλα, που έκαναν αφαίμαξη
Αβδέλια = οι μεντεσέδες της πόρτας
Αβεντόρος = πελάτης
Αβέρτα = ελεύθερα, ανοιχτά, πλούσια
Αβερτοσιά = ελευθερία, ανοικτός χώρος
Αβίζο = μήνυμα, παραγγελία
Αβουκάτος = δικηγόρος
Αγάλια = σιγά, σιγά
Αγανό = πλέξιμο αραιό, γενικά αραιό ύφασμα
Αγαντάρω = η αντίσταση, ψυχολογική και σωματική
Αγγειό =δοχείο
Αγγειό = σκεύος, συνεκδοχικά κακόβουλος άνθρωπος
Αγγελόκρουξε = τρόμαξε κάποιον πολύ
Αγγελώθηκα = το τσίμπημα από το αγκάθι
Αγιάζω τσι ταβέρνες = μπαίνω στις ταβέρνες και μεθάω
Αγιούτο = βοήθεια
Αγκλέουρας = δηλητηριώδης θάμνος (κατάπιε ή βγάλε τον αγκλέουρα = σκάσε βούλωστο )
Αγκούσα = η δυσφορία που δημιουργείται από το φαγητό
Αγκωνή = γωνία, του ψωμιού η γωνία
Αγλοιά = αλίμονο
Αγραμπαλώνομαι = σκαρφαλώνω, γατζώνομαι
Αδερφοφάης = ο αδερφός που δημιουργεί προβλήματα στα αδέρφια του
Αδούρητος = κάποιος ανεπρόκοπος
Άζουλα = κόπιτσα του φορέματος
Αηπάνου = πάνω, πχ. μου πήρε την αηπάνου μεριά, το απάνου μέρος
Αϊλιακας = αναρριχώμενο φυτό με αρωματικό άνθος
Αίρτα = στα προσμεισμικά σπίτια το ανώφλι της πόρτας
Ακλερίτης = για αυτούς που δεν έχουν παιδιά
Ακοπανιά = σε μια στιγμή
Ακουρμένομαι = ακούω κάτι προσεκτικά
Άκωλη = η λίμνη Άβυθος
Αλάδωτος = αβάπτιστος
Αλαλιάζω = ζαλίζομαι, χάνω το νου μου
Αλαλιές = κουβέντες ανόητες
αλαμπρατσέτα = αγκαζέ
αλάργου = μακριά
Αλάργου = μακριά από εδώ
Αλαφιασμένος = δείχνει ανήσυχος, ξαφνιασμένος
Αλεγρία = (ιτ. allegria) κέφι
Αλιάδα = σκορδαλιά
Αλισίβα = ελλείψει σαπουνιού, έβραζαν στάχτη για μπουγάδα
Αλίτουρας = αλιτήριος
Αλιφασκιά = η φασκομηλιά
Αλλαξά = το γιορτινό κουστούμι
Αλλαξοκωλιά = γάμοι μεταξύ συγγενών
Αλλαξομουσούδιασε = κάποιος που αλλάζει όψη
Αλλαχτό = σαν ξωτικό, τελείως χαζός
Αλουποπορδή = άσπρο φυτό που βγάζει μια περίεργη σκόνη
Αλωνάρης = Ιούλιος
Αμά = κατόπιν, αργότερα
Αμάδα = παιχνίδι διαδομένο, παιζόταν με μια πέτρα
Αμάκα = αυτός που ωφελείται, σε βάρος του άλλου
Αμόλυψε = κάποιος που διέκοψε τη Σαρακοστή
Αμόντε = χαρτοπαικτικός όρος και το αρνητικό αποτέλεσμα μιας υπόθεσης
Αμορόζος = εραστής, αγαπητικός
Αμπαδάρω = κάποιον που υπολογίζω, που λογαριάζω
Αμπαντονάρω = εγκαταλείπω
Αμπενοκλάδι = θανατηφόρος ασθένεια, κατάρα
Άμπουλες = πίδακας νερού, μεγάλη ποσότητα
Αμπώνω = σπρώχνω
Αναγκαιμένος = αδύνατος
Αναδεξιμιός = το βαφτιστήρι
Ανάκαρα = πνοή, αντοχή, κουράγιο
Ανακόλι = έμπλαστρο με φυσικά βότανα
Ανάλαιμα = το φαγητό που για κάποιο λόγο διακόπηκε δυσάρεστα
Ανανοήθηκε = πήρε είδηση ότι κάτι συμβαίνει
Αναούλα = αηδία
Αναπαμός = ανάπαυση
Αναπιάζει = για το προζύμι που έχει προετοιμαστεί από το βράδυ
Αναριτσιάζω = ανατριχιάζω
Αναρίτσισμα = ανατρίχιασα
Ανάσβολος = άβολος, ανάποδος
Ανασκαμνίζομαι = χασμουριέμαι
Ανασκηρίζω = κάτι που φύλαξα
Ανασμίδα = το θηλυκό γουρούνι
Αναφουφουλιάζω = το στρώσιμο του στρώματος με τα μαλλιά
Ανεμορούφουλας = ανεμοστρόβιλος
Ανεμούρι = εξάρτημα του αργαλειού
Άντζα = οι γάμπες
Αντίγλωσσο = για αυτούς που αντιμιλούν
Αντίο μαρτσέλλο = «φέξε μου και γλίστρησα »
Αντιστελώνω = η αντίσταση με τα πόδια
Ανώι = το πρώτο πάτωμα
Ανώρως = νωρίς
Αξάγκλια = η γυναίκα που είναι αχτένιστη
Αξαίνω = μεγαλώνω
Αξετίμητο = κάτι που δεν έχει εκτιμηθεί
Απάκιο = απάνεμο μέρος
Απιδιά = αχλαδιά
Απιεντισά = αδιαφορία
Απίθωσε = ακούμπησέ το
Απίκου = (ιτ. a picco) επί τόπου, στη θέση, έτοιμος
Απίκουπα = μπρούμυτα
Απικουπίζω = γυρίζω κάτι ανάποδα
Απλάδα = μεγάλη ρηχή πιατέλα
Άπλερο = το πρόωρο παιδί
Απλύ = το ρηχό πιάτο
Από κουκί = « παρά τρίχα »
Απογέννι = μικρά αυγά που γεννούν οι παλιές κότες
Αποδιαλεούρια = αυτά που απέμειναν
Αποκάθενε = κάτω από κάτι
Αποκατάρι = τα χαμηλά κλαδιά της ελιάς, ή των δέντρων
Αποκλαμός = του χταποδιού το πλοκάμι
Αποκολλωμένη = με τα παπούτσια στο χέρι
Αποκοπή = η τελευταία μέρα του χρόνου
Απομιτίστηκε = ξεχάστηκε σκυμμένος κάπου
Απόμπηξη = κομμάτι ξερού ξύλου που περισσεύει
Απομπούκουνα = κομμάτια ξερό ψωμί
Αποπαίρνω = κατσαδιάζω
Απόπερα = διάτρητο
Απόρριξε = η πρόωρη γέννα, αποβολή
Απόστο = εγκαίρως, πάνω στην ώρα
Αποτσουτσουρωμένος = του έχουν αφαιρέσει το λόγο
Άπραη = χωρίς πείρα
Αραλίκια = οι ευκαιρίες κάπου να αράξεις
Άραχνα = κάτι πένθιμο, μαύρα κι άραχνα
Αρβάλι = το χερούλι του κουβά (σίκλου)
Αργολαβία = ερωτοδουλειές
Αρεσκιά = το προικοσύμφωνο
Αρεστάρισμα = η σύλληψη από την Αστυνομία
Αριβάρω = φτάνω
Αρίδι = τρυπάνι
Αρίλογας = κόσκινο που ξεχωρίζει την αίρα από το στάρι
Αρμάρι = το ντουλάπι της κουζίνας
Αρνοκόπι = τα μαλλιά που κουρεύουν, των προβάτων
Αρού- παρού = σκόρπια, εδώ και εκεί
Αρπάδι = αυτό με το οποίο ανασύρουν τους κουβάδες από τη στέρνα
Αρτάνα = παρτέρι για λουλούδια
Αρτύθηκε = διέκοψε τη νηστεία
Ασκολύμπρους = αγκάθια με άσπρες νόστιμες ρίζες
Ασκοπούλια = τα ασκιά που γινόταν από δέρμα ζώου κι έβαζαν το λάδι στα λειτρουβιά
Ασκουπουλιάζουμε = η ατσούμπαλη πτώση σαν το ασκί
Ασπέτα = περίμενε
Ασπροφουδιασμένα = τα άσπρα ρούχα της μπουγάδας
Αστεντούε = δια ης βίας, με το έτσι θέλω, οπωσδήποτε
Ασύφταος = κάποιος που δεν έφτασε στο προορισμό του
Ασφελαχτός = αγκαθωτός θάμνος με αρωματικά κίτρινα λουλούδια
Ατακάρω = κάνω έφοδο
Ατζάρδος = τολμηρός, επιτήδειος
Ατζιώνω = θυμώνω, αγριεύω
Ατούρες = συμπτώματα της εγκυμοσύνης, εμετοί, κακοδιαθεσία
Ατσάραντος = πουλάκι μικροσκοπικό
Ατσιντέντε = (ιτ. accidente) ατύχημα, συμβάν
Ατσούπι = ο πλαϊνός τοίχος του σπιτιού
Αυγατίζω = τα κάνω περισσότερα
Αυγουστέλες = οι συκιές που κάνουν το Μάιο και τον Αύγουστο σύκα
Αφιδεύομαι = εμπιστεύομαι
Αφόντες = αφού
Αφόρια = τα ρούχα που δεν έχουν φορεθεί
Αφράλα = το αλάτι που μένει το καλοκαίρι στις πέτρες
Αφριάστηκε = το φτέρνισμα
Άχαρος = κάποιος που δεν χάρηκε
Αχνούπας = περιλαμβάνει τους καρπούς του σταριού, βρώμης κ.τ.λ.
Αχρόνιαος = αναφέρεται και στην κατάρα, να μην ξεχρονιάσεις
Αψίληθρας = φυτό διαδεδομένο αρωματικά
αψιώνω = ανάβω από θυμό, ζεσταίνομαι
Αψώθηκε = θύμωσε, έτοιμος για καυγά




Β
Βαθουλοκαρυκιασμένος = τα μάτια να έχουν μαύρους κύκλους και να είναι βαθιά στις κόχες
Βαϊζω = γέρνω στη μια πλευράΒαϊλεύω = περιποιούμαι, παραχαϊδεύω κάποιον
Βαλλάρω = το καλό σκάψιμο του κήπου
Βαντάκια = τα στοιβαγμένα ρούχα
Βαραμέντε = μα το ναι, μα την αλήθεια
Βαρβατσουλιά = η μυρωδιά του προβάτου σε εποχή ζευγαρώματος
Βαρδαλωνίζει = γυρίζει από δω κι από κει χωρίς λόγο
Βαρδάσα = είδος δαμάσκηνου μεγάλου μεγέθους (Πουρνέλα)
Βαρδιόλα = παρατηρητήριο, οχυρωμένο σε σημείο με ορατότητα
Βαρειοκαταρούσα = οι κατάρες οι βαριές που έλεγαν οι γυναίκες
Βασταγούρι = γάιδαρος
Βαστάω = κρατάω σε κακουχίες, αντέχω
Βατσίνα = το εμβόλιο
Βατσουνιά = πολλοί βάτοι
Βελάδα = μακρύ επίσημο παλτό
Βελανίδα = οι αδένες που βρίσκονται κοντά στα γεννητικά όργανα
Βελέσι = μακρύ φουστάνι ή φούστα
Βέλο = το τούλι που καλύπτει το πρόσωπο και στηριζόταν στο καπέλο
Βεντερούγα = ραχίτιδα, καμπούρα
Βεραμέντε = αλήθεια
Βερβέλες = ακαθαρσίες γίδας και προβάτου
Βεργέτες = τα στρογγυλά σκουλαρίκια
Βεργιά = παγίδα μικρών πουλιών
Βέρσο = ο τρόπος που περπατάει
Βέστα = παιδικό φόρεμα, ρόμπα
Βετούλι = κατσίκι χρονιάρικο
Βήσαλο = κεραμίδια σπασμένα
Βιζικάντι = η εκδορά
Βίζιτα = η επίσκεψη
βιζιτάρω = επισκέπτομαι
Βινάρια = η συγκέντρωση, η εμφιάλωση, η αποθήκευση του κρασιού
Βλήτρα = τα βλίτα
Βλιάζω = φωνάζω από πόνο
Βλύχα = το γλυφό νερό που αναβλύζει στις ακτές
Βολά = μια φορά
Βολιάζω = πετροβολώ κάποιον
Βολιός = συγκεντρωμένες πέτρες
Βολύμι = μολύβι, βολυμόπενα, μολυβοπένα
Βοστυλίδι = άσπρο σταφύλι που κάνει καλό
κρασίΒούλωμα = τάπωμα
βουρλίζομαι = τρελαίνομαι
Βουρλίζομαι = (ιτ. burlare) δαιμονιζομαι, οργιζομαι, τρελένομαι
Βούσκα = μαγιάτικα σύκα
Βουτσί = κρασοβάρελο
Βόχτα = βοήθεια
Βριτσίλα = ο ερεθισμός του δέρματος
Βροντάλι = η μαρκίζα
Βροντοθέροι = διαδομένο αγριόχορτο
Βρωμομαρία = έντομο που εκπέμπει άσχημη μυρωδιά
Βυζοπιάνω = η προσφορά γάλακτος σε μωρό από άλλη μητέρα




Γ
Γαδένα = μικρή λεκάνη, πήλινο βαθύ σκεύος κουζίνας
Γαϊδουροκυλισιά = ο χώρος που τα γαϊδούρια κυλιούνται
Γαλεντόμος = ανοιχτοχέρης
Γαλιουρίζει = του μωρού οι πρώτοι ήχοι
Γαλούφος = αυτός που κομπλιμεντάρει
Γαμπάς = χοντρό παλτό
Γαργαλικάω = το γαργάλημα
Γαρδέλι = καρδερίνα
Γάρμπα = το στυλ, η γοητεία
Γδες = κοίταξε
Γεροκομειό = οι ηλικιωμένοι που θέλουν περιποίηση
Γιακέτα = ζακέτα, σακάκι
Γιάτσο = το πρωινό κρύο, η ψύχρα
Γιορτόπιασμα = το παιδί που η μητέρα του το κατάπιασε (συνέλαβε) ημέρα γιορτής
Γιωμάρα = η μουντή και η ψυχρή μέρα
Γιωμένος = οξυδωμένος, μεταφορικά στρυφνός, πικρόχολος, ύπουλος
Γκαινιάζω = αποκτώ, κολλώ ασθένεια
Γκόνω = φουσκώνω από το πολύ φαγητό
Γλίδα = λίγδα, βρωμιά
Γλίνα = γλιστερό μέρος
Γλυκί = μεγάλη οργή που σιγοβράζει, ψυχική ταραχή, νεύρα
Γλυκοσαλίζω = κολλάω από βρωμιά
Γλωσσάζεται = δεν τρώγεται κάτι
Γλωσσοφαγιά = τα λόγια του κόσμου, η ζήλια
Γνέθω = η διαδικασία του να γίνει το μαλλί νήμα στο αδράχτι
Γνέμα = το νήμα του πλεξίματος
Γνούφα = άσχημη μυρωδιά
Γουλί = βότσαλο
Γουλιάστρα = της πρώτης μέρας το γάλα
Γουνίζει = η γκρίνια, η μουρμούρα
Γούργουρας = το λαρύγγι
Γουστέβελη = αυτοί που κάνουν ευχάριστη παρέα
Γρέτζο = ανώμαλη επιφάνεια
Γρίνα = γκρίνια
Γρομπάδα = η ετοιμόρροπη λιθιά
Γρόμπος = το κομπόδεμα
Γρομπούλι = σκληρός όγκος στο σώμα
Γροσάρει (ο καιρός) = χαλάει γίνεται απειλητικός
Γρούδιασμα = το μαλάκωμα του δέρματος σε νερά
Γρούζω = γρυλίζω σαν γουρούνι, μουρμουρίζω με γκρίνια
Γρουμπανιά = γροθιά
Γρούσπα = ρουφήχτρα




Δ
Δαύλιακας = ο περίδρομος, πχ. έφαγε το δαύλιακα
Δεβόγιος = αδιάθετος, μισοάρρωστος
Δειάφι = θειάφι
Δελέγκου = αμέσως, γρήγορα
Δεούτελο = άχρηστος, βλάκας
Δέσποτας = ο ιερέας, όχι ο Δεσπότης
Δετόρος = ο γιατρός
Διάβα = το μονοπάτι για ανθρώπους και ζώα
Διαβατικού = περνώντας
Διακονιάρης = ζητιάνος
Διανεύομαι = παρατηρώ
Διαόμισε = παρατήρησε περιφέροντάς το
Διάουτσε = να πας στο διάολο, πχ. να πας στο διάουτσο
Διασίδι = η κατασκευή, με το στιμόνι και το υφάδι στον αργαλειό
Διάσονας = καλόγερος, κάλος
Διάφορο = η απολαβή, η ωφέλεια, (μου έβγαλες το διάφορο), το κέρδος
Διβαράτικο = χορός Πυλαρινός, και Διβατάρικος
Διβόρβορο και Λιβόρβορο = πιστόλι, περίστροφο
Διγκόνι = το δισέγγονο
Δικάει = είναι αρκετό
Δικονάρι = ψωμάκι σταρένιο ή κριθαρένιο που δίνεται στο μοναστήρι
Δίλεστρο = αλεύρι από διάφορα όσπρια
Διολί = βιολί
Διπλάρια = τα δίδυμα
Δισπεράδος = απελπισμένος
Διχούλι = ξύλο που καταλήγει σε δύο άκρες
Δομίζομαι = έτσι μου ‘ρχεται να κάνω κάτι
Δούγα = τα κομμάτια του ξύλου που αποτελούν το βαρέλι
Δραγάτης = αγροφύλακας
Δραγουμάνος = διερμηνέας
Δρακοντή = το φυτό χοιραύτες
Δρωπίκι = το πύον
Δυναμάρι = η ενίσχυση σε ρούχα ή σε κατασκευές




Ε
Εδαύτος = αυτός
Εδεκεί = εκεί
Εδεπά = εδώ
Εδετόσος = η περιγραφή μεγέθους, πχ. έγινε το παιδί εδετόσο
Εδέτσι και εγιεδέτσι = έτσι, πχ. ο σεισμός μας άφησε εδέτσι
Εκειός και εφκειός = εκείνος
Ελόουσου = (παραφθορά «του λόγου σου») εσύ
Εματα+… = ξανά..
Εματάκατσε = ξανακάθισε
Εμπασά = επισκέψεις στο σπίτι, αλλά και η είσοδος του σπιτιού
Έντανε = να τα
Έντηνε = να ‘τη
Έντισοι = να τοι
Έντοσις = να ‘τος
Επιστρόφια = μετά το γάμο η πρώτη επίσκεψη του ζευγαριού στο σπίτι της νύφης
Επολληώρα = πριν από αρκετή ώρα
Έσκροξε = κέντρισμα, πχ. με έσκροξε η μέλισσα
Έσπαλε = από πολύ παλιά, πάντοτε
Ευκολαίνω = σε διευκολύνω
Έφαε τ΄ατσάλια = «χάλασε τον κόσμο»
Εφκείνη = αυτή
Eφκειός = αυτός




Ζ
Ζαβός = αυτός είναι ζαβός, ανάποδος, στριμμένος
Ζαβώνω = στραβώνω κάτι
Ζαχαράτo = κουφέτο
Ζέμπιο = άσχημο, κακοφτιαγμένο
Ζερβοκουτάλα = οι αριστερόχειρες
Ζεστοφούρνι = το ζεστό ψωμί που μόλις βγήκε από το φούρνο
Ζευγιά = έχω δύο ζευγές χωράφι, η επιφάνεια του χωραφιού αλλά και το ημερήσιο αλάτρεμα των βοδιών
Ζευγόρνιθο = ένα ζεύγος πουλερικά, κόκορας και κότα
Ζεύκι = την έκανα ζεύκι, έφαγα καλά
Ζημαρίθρα = λαχανικό
Ζήφτι = μουσκεμένο
ζορκιά = γύμνια
Ζόρκος = γυμνός
Ζούπα = πρόχειρο φαγητό από ψωμί βουτηγμένο σε κρασί και λάδι
Ζούπησε = με πάτησε, με συμπίεσε
Ζουρλοπαντιέρα = τα ζωηρά κορίτσια, τα επιπόλαια
Ζουρλός = κουρλός, τρελός
Ζυγούρι = μικρό πρόβατο
Ζωντανά = τα ζώα




Η
Ήβρεμα = το εύρημα
Ήγδα = είδα
Ήγλεπα = έβλεπα
Ήπατα = τρόμαξα πολύ, μου κόπηκαν τα ήπατα, η έκκριση της χολής, σωθικά
Ήφερα = έφερα




Θ
Θάγμα = το θαύμα
Θαμπουλίζω = βλέπω λίγο, ελάχιστα διακρίνω
Θανατικός = αυτός που φανατίζεται
Θανατούλιδες = τα καφέ μανιτάρια, τα δηλητηριώδη
Θαραπάικα = το ευχαριστήθηκα
Θαυτικό = μνήμα, κοιμητήρι
Θέλημα = ελαφρά δουλειά, μια εξυπηρέτηση
Θεοποντή = δυνατή βροχή, κακοκαιρία
Θέρμη = θερμόριο, πυρετός με ρίγη
Θηλυκώνω = κουμπώνω, τυλίγω
Θολοπλέω = απλώς υπάρχω
Θυατέρα = η κόρη
θυλικωμένος = τυλιγμένος




Ι
Ιγκάντο = η δημοσίευση μιας σχέσης, την έβγαλε στο ιγκάντο
Ίγκλα = τα λουριά και τα σχοινιά που κρατούσαν το σαμάρι στη ράχη του ζώου
Ιδεασμένος = με κακό προαίσθημα
ιμπαράτσο = αμηχανία, δύσκολη θέση
Ιντονάδος = καλοντυμένος
Ισακάτου = ευθεία κάτου
Ισαπάνου = ευθεία πάνω
Ισαπέρα = ευθεία πέρα
ισούρτο = προσβολή, βρισιά




Κ
Kοντογούνι = το κοντό παλτό
Kοντοκλώτσης = αυτός που έχει κοντά πόδια
Kοντόσγουρο = κοντό και παχουλό παιδί
Kοντραπάντο = (ιτ. contrabbando) λαθρεμπόριο
Kόντυνε = μίκρυνε
Kόπανος = το ξύλο που κοπάνιζαν τα όσπρια, αλλά και τη μπουγάδα
Kορδομύγα = μικρό έντομο
Kορκάλι = το μικρό κρεμμύδι για φύτεμα
Kορκοσουριά = σχόλια, κουτσομπολιά
Kορνιόλα = μεγάλη πέτρα, για κόσμημα
Kόρνος = όστρακο, αλλά και η σφυρίχτρα των αυτοκινήτων
Kορύτος = τα αντικείμενα που μέσα τρώνε τα ζώα
Kοτσάρω = παίρνω πάνω μου
Kότσια = το κουράγιο
Καβαλέτο = υπόβαθρο όπου τοποθετούσαν σανίδες και στρώμα και γινόταν κρεβάτι
Καβαλιεράτο = παράσημο
Καβαλίνα = κοπριά
Καβελαριά = το σημείο της σκεπής που σμίγουν τα κεραμίδια από τις δύο πλευρές
Καβετζάρω = περνώ τον κάβο, διαφεύγω τον κίνδυνο
Κάβολε = κουνουπίδι
καδηνάτσος = μεγάλος σύρτης με κλειδαριά
Καδίνα = αλυσίδα, καδένα
Καδινάτσο = χειροποίητος μεγάλος σύρτης
Καδινέλα = σανίδες οικοδομής
Κάζο = συμβάν, γεγονός
(κάζο που έπαθα = δουλεία που έπαθα- του ‘καμα ένα κάζο = του σκάρωσα μια δουλεία)
Κάζο = (ιτ. caso) περιστατικό, πάθημα, ατύχημα, ρεζίλι
Καθήκλα = καρέκλα
Καϊνέλο = η λεκάνη του νιπτήρα
Κακοθάνατος = σε κακά χάλια
Καλαμαντάρα = πολύ ψηλή, άχαρη
Καλέστρα = έχω καλεσμένους
Καλιά μου (πάω) = πάω σπίτι μου, πάω στη δουλεία μου, μεταφ. Πάω χαμένος
Καλιά = πεθαίνω («πάω καλιά μου»)
Καλοπέσουλος = τόσο καλός μέχρι εκμετάλλευσης
Κάλπης = σκάρτος
Καμιζόλα = πουκάμισο γυναικείο
καμούτσι = μαστίγιο, καμουτσίκι
Καμουτσίκι = μαστίγιο
Καμούφο = το βολάν στις ποδιές, στα φορέματα
Καμπρί = άσπρο ύφασμα, χασές
Κανάβι = χοντρό σχοινί
Κάνε = τουλάχιστον
Κανείνε = κανείς
Κάνια = αρπαχτικό πουλί
Κανιάζω = κλείνει ο λαιμός μου από την πολυλογία
Κανκάγια = ζαρωμένη, χοντρή και άσχημη
Κάνκαρο = το κρανίο, το καύκαλο
Κανούλι = σωλήνες, η κάνη μονόκανου όπλου
Καντάρι = στατήρας
Κάνταρος = πήλινο σκεύος και μεγάλη ποσότητα, πχ. έφαγα ένα κάνταρο
Καντάρω = τραγουδάω
Καντήλια = η φουσκάλα από έγκαυμα
Καντίνι = χορδή οργάνου και φωνή καντίνι, δλδ.. καθαρή και ωραία
Καντούνι = το σοκάκι
Καούνι = πεπόνι αρωματικό
Κάουρας = κάβουρας
Καπακίζω = διαβάζω συλλαβιστά, μιλάω σπαστά μια γλώσσα
Καπέλο = το σκωτοπλέμονο του αρνιού
Καπέτα = ανδρικό χτένισμα
Καπέτα = φράντζα
Καπίστρι = το χαλινάρι
Καπονάρα = το κοτέτσι
Καπόνι = τα ευνουχισμένα κοκόρια
Καπριτσάρω = εκνευρίζω κάποιον
Καπροδόντης = τα στραβά δόντια
Καρακαηδόνα = υποτιμητική έκφραση για γυναίκες
Καραμπαμπάς = αυτός που έχει μεγάλο κεφάλι, χοντρός,κ.τ.λ
Καραμπάτσα = μεγάλο κεφάλι φαλακρό
Καράφλας = φαλακρός
Καργάρω = γεμίζω
Καρδοκαϊλα = η καϊλα του λαιμού
Καρίκια = οι καρποί της ψάρας, του μπιζελιού
Καρικώθηκα = έκλεισε ο λαιμός μου, βράχνιασα
Καρικωμένος = με πνιγμένη τη φωνή από τη βραχνάδα
Κάρκανο = το φαγητό που έγινε κάρβουνο
Καρονιάζω = στεγνώνει ο λαιμός μου από δίψα
Καρπούζα = ο καρπός του καλαμποκιού που ψήνεται
Καρτεζίνη = το τέταρτο της πίντας
Καρτέρει = περίμενέ με, στάσου
Καρτούτσο = το τέταρτο της πίντας
Καστίγιο = μαρτύριο, παίδεμα
Καταβολάδα = κάποιος που πέθανε στη ξενιτιά, αλλά και το καταγώνιασμα των φυτών
Κατακλείδια = σαγόνια
κατακλίδι = σαγόνι
Καταπεσωμένος = ο κατάκοιτος, ο πολύ άρρωστος
Κατάπιασε = συνέλαβε παιδί
Καταπιόνας = οισοφάγος
Καταπόρι = το στενό δρομάκι, μπροστά από το σπίτι
Καταποτήρας = τι κατέβασε ο καταποτήρας σου! φαταούλας
Καταρράχτης = η σκάλα που οδηγούσε στο κατώι, υπόγειο
Κατελώνει = βρωμάει
Κατζέλο = (ιτ. cancello) ράφι, συρτάρι
κατραπακιά = καρπαζιά
Κατσάμπες = πεπόνι χειμωνιάτικο
Κατσαργιόλα = η κατσαρόλα
Κατσιασμένη = η κίτρινη, αρρωστημένη
Κατώφλιο = το σκαλί της πόρτας
Καυκιά = το πέτρινο ή ξύλινο βαθουλό σκεύος που κοπανίζουν την παραδοσιακή σκορδαλιά
καυτρίλια = καρβουνισμένη άκρη φυτιλιού
Καφυρά = ιγμόρεια
Κάψα = ζέστη
Καψάλης = αναφέρεται στον Άγιο, ίσως επειδή τον έκαψαν
Κάψαλο = καμένο δέντρο, αποκαΐδια
Κέντρωμα = το μπόλιασμα των δέντρων
Κενώνω = (παραφθορά του «εκκενώνω») βάζω φαγητό στα πιάτα
Κιάκιο = σπίρτο
Κιάρινε = (ιτ. chiarire) καθάρισε η φωνή της ή ο καιρός
Κιντινάρι = (ιτ. centinaio) η διπλή πλεξίδα σκόρδα, που είναι εκατό
Κίσσα = πτηνό με ωραία χρώματα
Κλαδιές = κληματόβεργες
Κλανιόλα = ο εξαερισμός του κρεβατιού
Κλαούνια = κλαψουρίσματα
Κλήρα = τα παιδιά, οι απόγονοι
Κλινάρι = απλή αδιαθεσία, αλλά και σοβαρή αρρώστια στο κρεβάτι
Κλιτσινάρια και κλωτσινάρια = τα αδύνατα πόδια
Κλωνά = η κλωστή του ραψίματος
Κλώστης = το αδράχτι που τυλίγουμε το νήμα του γνεσίματος
Κογιονάρω = κοροϊδεύω
Κογιόνι = κορόιδο
Κοκκινογούλι = παντζάρι
Κοκκινογούλι = παντζάρι
Κοκολόγια = λίγες ελιές, όχι λάδια
Κολάι = να βρούμε το τρόπο
Κολάρο ή κολέτο = γραβάτα
Κολέας = σύντροφος
Κολεϊδάτα = πάνε μαζί
Κολοσούσα = η σουσουράδα
Κόλπος = συμφόρηση, ημιπληγία
Κολυμπάδες = οι σπιτικιές ελιές που ξεπικρίζουν στο νερό
Κόλυμπος = λιμνάζοντα νερά
Κομεντόρο = (ιτ. pomodoro) ντομάτα
κομοδάρομαι = ετοιμάζομαι
Κομπαρίρει = κατέφθασε
Κομποραχιά = ραχοκοκαλιά
Κοντεζίνη = το ποτήρι του λικέρ
Κορέλι = χάντρα
Κόστα = (ιτ. costa) ακτή
Κουάρτο = της λίτρας το τέταρτο
Κουβέλι = η κυψέλη του μελισσιού
Κουγιάμπαλο = χαζός
Κούγιο = πρόβατο χωρίς αυτιά
Κούδα = βρακί
Κουκάλισμα = γλωσσοφαγιά
κούκαλο = κόκαλο
Κουλούμι = σωρός χώματος μετά το πρώτο σκάψιμο των αμπελιών
κούλουμο -κουλούμι = σωρός
κουλουμώνω = σχηματίζω σωρό
κουμεντόρι = τομάτα
Κουμπάνια = προμήθεια, απόθεμα
Κουντούρι = τα θερισμένα, στάχυα, όρθια
Κούπωμα = καπάκι
Κουπώνω = σκεπάζω
Κούρβα = παλιοθήλυκο, πόρνη
Κουρβουλιάζω = πιάνονται οι αρθρώσεις μου
Κούρβουλο = η ρίζα του κλήματος
Κουργιόζος = (ιτ. curioso) ο περίεργος
Κουρλαίνω = τρελαίνω
Κουρούτα = θηλυκό πρόβατο
Κουρτελάδα = η άκρη του δρόμου
Κούρτη = πέτρινος φράχτης
Κούσαλο = ηλικιωμένος
Κουσουμάρω = δένω τη σάλτσα, σιγά-σιγά
Κουτάω = τολμάω
Κούτουπος = αρπαγή, τσακωμός
Κουτράω = συγκρούομαι, χτυπώ
Κουτσοσάρωμα = λέξη υβριστική
Κουτσούνες = κούκλες
Κουτσουνοκάρες = αγιοβασιλιάτικες, κρεμμύδες
Κουτσουρίζω = κόβω την κορυφή
Κουτσοχεριάστηκα = έχασα τη βοήθεια που είχα
Κουφαηδώνω = δεν ακούω καλά
Κούχτιο = ξεμωραμένος γέρος
Κοφίση = (αγγλ. stockfish) παστό ψάρι, συνηθίζεται σκορδαλιά
Κράζω = τον έκραξε, τον κατήγγειλε
Κρεπάρω = σκάω
Κρισσάρα = η σήτα
Κρούω = βρωμάω
Κυβερνιέμαι = τα φέρνω βόλτα
Κυβούρι = τάφος
Κυπρί = μεγάλο κουδούνι για πρόβατα
Κυρμιγκίξω = ιδιότροπη γυναίκα, σχολαστική, που προσέχει τα πάντα
Κωλοτανιέμαι = τεμπελιάζω, τεντώνομαι τεμπέλικα
Κωλοφωτιά = πυγολαμπίδα
Κωλώνω = μετανιώνω και κάνω πίσω




Λ
Λάου - λάου = κρυφά, σιγά-σιγά
Λαουρέντες = (ιτ. laureando) βοηθός εργάτης
Λάπατο = λάχανο σαν σπανάκι
Λάτα = τενεκές
Λεβιθόχορτο = το έδιναν βραστό στα παιδιά για την καταπολέμηση των σκουληκιών και τους πόνους της
κοιλιάς
Λειτουργιά = το πρόσφορο
Λειψανέβατο = λειψός, μικρός, σιγά το λειψανέβατο
Λείψεμε = άσε με ήσυχο
Λετράτο = υποκείμενο, άχρηστος και κακόβουλος άνθρωπος
Λεττόνι = ψηλός με ωραίο σώμα
Λεφατσάδα = η κατσάδα
Λιανό = λιγνό
Λιγκόνι = μυρμήγκι
Λιθιά = τοίχος με πέτρες
Λιθόστρατο = κεντρικός δρόμος του Αργοστολίου
Λικόμισμα = η σύνθλιψη της ελιάς για να βγει το ελαιόλαδοΛιμασμένος = πολύ πεινασμένος
Λιμοψείρι = μικρόβιο που προσβάλει τις κότες
Λιμπρετάρω = ανοίγω λίγο τα παραθυρόφυλλα
Λινοκόκι = σπόροι του λιναριού και κατάπλασμα
Λιοβίρι = ζεστός αέρας, προσβάλει τις ελιές
Λιοκόκκια = τα απομεινάρια από τη σύνθλιψη του ελαιοκάρπου
Λιόκρουση = ίκτερος, χρυσή
Λιόντας = ψευτοπαλικαράς, λιοντάρι
Λισβός = λειψός, μικρός
Λιχούτσα = λιχουδιάρα
Λογάτε = π.χ, όπως, σα να λέμε
Λοζός = ένας χώρος βρώμικος
Λοϊδες = μαλλιά αχτένιστα
Λοϊδια = μαλλιά
Λόντρα = πολύ ωραία γυναίκα,(θαυμασμός)
Λοξάρι = το δοξάρι
Λότζα = (ιτ. loggia) η σκεπαστή προεξοχή, το υπόστεγο, θεωρείο
Λουμάκι = το βλαστάρι
Λούρα = η βέργα
Λύμπα = πέτρινη γούρνα
Λυσαντέρια = η δυσεντερία




Μ
Μoυσκλωμένος = μουτρωμένος, κατσουφιασμένος
Μαγάρα = βρωμογυναίκα
Μαγάρα = κατεργάρα
Μαγαρίζω = νοθεύω, λερώνω
Μαγαρισιά = πονηριά, κακοψυχία
Μαγαρισμένος = βρώμικος, κακόψυχος
Μάγιο = εργαλείο πελεκίσματος
Μαγκλαούρι = μεγάλο ξύλο με το οποίο τινάζαν τα δέντρα
Μάγκος = ξύλινο, βαρύ τραπέζι
Μαγκούφης = μόνος, χωρίς κανέναν, ανεπρόκοπος
Μάζωξη = συγκέντρωση
Μαΐστρα = ο κεντρικός ξύλινος δοκός που στήριζε το πάτωμα του ισογείου
Μαϊτζέβελος = άξιος, πολύ ικανός, εύχρηστος, βολικός
Μακελάρης = (ιτ. macellare) σφαγέας
Μαλάθα = μεγάλο καλάθι, κοφίνι
Μαλαουδιάζω = μουδιάζω
Μαλαουδιασμένος = μαζεμένος, κακοδιάθετος
Μαλαφράντζα = (ιτ. mal di Francia) η γαλλική αρρώστεια, σύφιλη
Μαλεβράσι = αναστάτωση
Μάλινο = ασθένεια, γρίπη, κακιά αρρώστεια
Μαλιοκάουρας = άτομο με μακριά μαλλιά, λίγο μαζεμένο
Μαλιοστούπισε = μαλλιοτράβηξε
Μαλιφίτσι = (ιτ. maleficio) καυγάς, μεγάλη φασαρία
Μαμούρια = υπηρέτες, δούλοι
Μανέστρα = σούπα με ζυμαρικά ή ρύζι
Μανοθυατέρα = μάνα και κόρη
μάντα = άκρη
Μάντα = η άκρη, το παραμέρισμα
Μάνταλος = είδος σύρτη
Μαντενούτα = ερωμένη
Μάντολα = παραδοσιακό κεφαλονίτικο ζαχαρωτό
Μαντραούρα = (αρχ. μανδραγόρας) μανιτάρι
Μαξούρι = το εισόδημα από την ενοικίαση των προβάτων
Μάρα = μαράζι
Μαραγκιασμένο = μαραμένο
Μαργέλι = (ιτ. margine) η ενίσχυση του στριφώματος
Μαργιόλα = γυναίκα που κάνει καμώματα, ναζιάρα
Μαργώνω = κρυώνω
Μαρινάροι = (ιτ. marinaio) οι ναύτες
Μαρμάγκα = αράχνη
Μαροκιές = πετριές
Μαρόκος = βράχος, κοτρώνα
Μαρτιάκος = λουλούδι άγριο κίτρινο που ανθίζει την άνοιξη
Μαρτουρεύω = βασανίζω
Μάρτσια φούνεμπρε = (ιτ. marcia funebre) πένθιμο εμβατήριο
Μάρτσια = (ιτ. marcia) εμβατήριο
Μαστέλο = (ιτ. mastello) μικρός ξύλινος κάδος
Ματίζω = ενώνω
Ματοχυλισμένος = γεμάτος αίματα
Μαυρόγιο = τα χωράφια με μαύρα χώματα
Μαυροτσούκαλο = κάποιος πολύ μαύρος
Μεγάρι = μακάρι
Μεδά = μήπως
Μελίδια = κομμάτια
Μελιδιάζομαι = τσακίζομαι
Μέλιορα = (ιτ. migliore) καλύτερα
Μεμάς = ο Άγιος να είναι μ’ εμάς
Mαϊνάρω = (ιτ. mainare) κατεβάζω τα πανιά, φέρνω βόλτα, καταφέρνω
Μέντε = (ιτ. mente) νους
Μεντέρι = καναπές, ντιβάνι
Μερεμέτι = μικρή δουλειά, βαρετή
Μερετάρω = (ιτ. meritare) σέβομαι, εκφράζω τις ευχαριστίες μου
Μέρετο = (ιτ. merito) αξιοσύνη, σεβασμός
Μέρμηγκας = Κεφαλονίτικος χορός
Μεροστράτη = ο δρόμος μιας ημέρας
Μεσάλι = το τραπεζομάντιλο
Μέσπολα = μούσμουλο
Μέτελας = παραφθορά του Μεϊτλανδ, Άγγλου αρμοστή
μικιάρισμα = σκοποβολή, σημάδι
Μικιάρισμα = σημάδι, στόχος σκοποβολής
Μιλιταριό = πολυλογία
Μινούτο = (ιτ. minuto) το λεπτό της ώρας
Μιόβολο = πεντάρα, οβολός μικρής αξίας
Μιράκολο = (ιτ. miracolo) θαύμα
Μιρακολόζο = (ιτ. miracoloso) θαυμάσιο, αξιοθαύμαστο
Μισακά = μισά-μισά
Μισοβέτσικο = μισότρελο
Μισοφαστιδιασμένονε = ζαλισμένο, μισολιπόθυμο
Μισοψιχαλισμένος = μισομεθυσμένος
Μογδόνι = πέτρα μεγάλη, σκληρή που δεν κόβεται
Μολαΐμησε = ηρέμησε
Μολημέρι = να βρέχει όλη μέρα (σιρόκος)
Μόλτο ονοράτο = (ιτ. molto onorato) μεγάλη του τιμή
Μομέντο = στιγμή
Μομέντο = (ιτ. momento) σε μια στιγμή
Μόμολο = γελοίος, κοροϊδευτικά μαϊμού
Μόμπιλε = (ιτ. mobile) η διακόσμηση, τα έπιπλα
Μόνε = μονάχα, παρά
Μονήρονο = η σκεπή να έχει κλίση στη μια πλευρά
Μονητάρως = ολωσδιόλου
Μονιά = εκεί που λουφάζουν τα άγρια ζώα
Μονομερίδα = φαρμακερό φίδι
Μονομηνήτικα = έχουν γεννηθεί τον ίδιο μήνα
Μονόπαντο = γέρνει από τη μια πλευρά
Μονοτσέμπερο = χωρίς βοήθεια, μόνος
Μορογάρω = αργοπορώ
Μορόπουλο = κολοκυθάκι
Μόρος = (ιτ. moro) αμίλητος, σκυθρωπός, μαύρος
Μοροφίντο = μεσοτοιχία, πρόχειρο εσωτερικό χώρισμα σπιτιού
Μόρσα = (ιτ. morsa) μέγγενη
Μοσκιά = αναρριχώμενη τριανταφυλλιά, ροζ, άσπρη
Μοτάρι = πληγή, αλλά και καημός, το έχω μοτάρι στη ψυχή μου
Μουζεντούρης = θύμωσε, κατέβασε τα μούτρα του
Μουλιάτικο = ορφανοτροφείο για νόθα
Μουλώνω = πεισματώνω, κάνω μούτρα
Μουμούδι = μεδούλι, ψύχα ξηρών καρπών
Μουντί = η βούρτσα του ασπρίσματος
Μουντίζω = ασβεστώνω
Μουρέλο = μεσαίο ξύλο για φωτιά
Μούρλα = τρέλα (μουρλός = τρελός)
Μουρλοκομείο = τρελοκομείο
Μουρτάρι = το γουδί το μπρούτζινο
μουρτόριο = κηδεία
Μουρτόριο = (ιτ. mortorio) η κηδεία
Μουσκετάρω = πυροβολώ
Μουσκλωμένος = κατσουφιασμένος, μουτρωμένος
Μουσούδια = το σαγόνι του ζώου
Μούσουλα = μύδια (επήε για μούσουλα = πνίγηκε)
Μούτελι = σκόνη, τα έκανε μούτελι
Μούτος = (ιτ. muto) αμίλητος
Μουτρούνα = αγκάθια με φαρδιά φύλλα
Μουτσούνα = προσωπείο
Μπαζίνα = ο χυλός που έπηξε πολύ
Μπαίγνιο = κορόιδο
Μπακαλέρω = (Παναγία), εκκλησία στα Μπακαλεράτα της Πυλάρου
Μπακατέλες = κακοφτιαγμένες δουλειές, αλλά και γυναίκες περαρμένης ηλικίας
Μπαλιγάρω = προσπαθώ να ηρεμήσω κάποιον
Μπάλλος = (ιτ. ballo) γνωστός κεφαλονίτικος χορός
Μπάλος = (ιτ. palo di ferro) λοστός
Μπαμπάι = μικρό έντομο
Μπαμπακάς = βάτραχος
Μπαμπαφίοι = κάτι χωρίς γούστο
μπαμπόνι = καρούμπαλο
Μπαμπόνι = καρούμπαλο
Μπαμπουλωμένος = το ντύσιμό του να σκεπάζει και το πρόσωπο
Μπαόρδα = το πολύ φαγητό
Μπαραφούζα = αταξία, ζημιά
Μπαρμπαρόσυκα = φραγκόσυκα
Μπαρμπουλές = τοπικό παραδοσιακό ζαχαρωτό
Μπαρμπούτα = (ιτ. barbuta) το προσωπείο, η μάσκα
Μπαρμπούτσι = κακόφημο στέκι
Μπάρτσα = γίδα με κέρατα
Μπαρτσινέβελος = αφεντικό, επιστάτης
Μπαρτσολέτες = κωμικά αστεία
Μπασιά = επισκέψεις, έχω μπασιά
Μπαστελάμενος = γερός, δυνατός
Μπατανία = κουβέρτα αργαλειού
μπατάρω = πέφτω
Μπατάρω = γέρνω
Μπατίδο = (ιτ. battuto) χαλασμένο, παλιό
Μπατικιές = πετροβόλισμα
Μπάτινα = το βερνίκι παπουτσιών
Μπατούτα = (ιτ. battuta) μουσικό μέτρο
Μπάχαλο = φασαρία
μπεβερίνος = μπεκρής
Μπεβερίνος = μπεκρής, αλκοολικός
Μπεζεστένι = μεζέδες
μπελέτσα = ομορφιά
Μπελέτσα = (ιτ. bellezza) ομορφιά
Μπελτές = ντομάτα, αλλά και το ζουμί του κυδωνιού
Μπεμπεούρι = το αρνάκι, αλλά και παιχνίδι παιδί
Μπερδελό = με χρώματα ζωηρά, παρδαλό
Μπερετόνι = κασκέτο
Μπερτόδος = (ιτ. bertoldo) ο βλάκας
Μπέστιας = (ιτ. bestia) παλιάνθρωπος, παλιοτόμαρο
Μπιβαδόρος = μεθύστακας, μπεκρής
Μπίδι = ολόγυμνος
μπικερίνι = ποτηράκι για λικέρ
Μπικερίνι = (ιτ. bicchierino) ποτηράκι του λικέρ
Μπιλιέτο = (ιτ. biglietto) εισιτήριο θεάτρου κυρίως
Μπιομπός = γελοίος
μπιρτσιλίρω = ξεκουτιαίνομαι
Μπιστικός = τσοπάνης
Μπιστιού = βερεσέ
Μποδιακό = ποδαρικό
Μποκές = μπουκέτο, ανθοδέσμη
Μπόλια = πετσέτα
Μπομπή = ντροπή
μπόμπολας = σαλίγκαρος
Μπόμπολας = σαλιγκάρι
Μπομπόνι = διάσονας
Μπόνα και μπόνε = (ιτ. buona) δεν είμαι καλά, πχ. δεν είμαι στα μπόνα μου, είμαι αδιάθετος
Μπονόρα = νωρίς
Μπόντες = (ιτ. ponte) η γέφυρα του Αργοστολίου, αλλά και κάθε γέφυρα
Μπονώρα = (ιτ. buonora) ενωρίς
Μποστάνι = λαχανόκηπος
Μποτέγα = (ιτ. bottega) μαγαζί όπου μπορεί να φάει κάποιος
Μπότης = πήλινη στάμνα
Μποτσόνι και μπότσα = μπουκάλι
Μπουγάζι = το πέλαγος
Μπουζάκα = είδος βατράχου
Μπούζι = παγωμένο
Μπουζουνάρα = μεγάλη αγάπη
μπουκούνι = κομμάτι
Μπουκούνι = κομματάκι
Μπουνέλο = διάρροια
Μπουργέτο = μαρίδα στο φούρνο
Μπούρδινο = φθηνό ύφασμα
Μπουρί = να ψειρίσουν τα παιδιά, κάνε μπούρι
Μπουρλάρω = αστειεύομαι
Μπουρμπουρέλια = όσπρια ανακατεμένα
Μπουρμπουρέλω = η Παναγία που γιορτάζει της 21 Νοεμβρίου
Μπουρνέλα = κορόμηλο
Μπουρούκι = μπρίκι
Μπούτζαρα = άχρηστα πράγματα
Μπουχαρί = καπνοδόχος
"Μπρε = τι κάνεις μπρε; Βρε"
Μπρέκια = ζημιά, βρωμοδουλειά
Μπρι = πριν
Μπριτού = προτού
Μπριτσιλίρω = ξεκουτιένομαι




Ν
Ναίσκε = ναι, μάλιστα
Νεγότσιο = (ιτ. negozio) παρεδώσε, εμπόριο
Νεκρό = ανάλατο
Νεφταρμοί = οφθαλμοί, μάτια
Νια = μία
Νιάζω = νιαουρίζω
Νιανιάος = αυτός που έχει φωνή σαν νιαούρισμα γάτας
Νιβιδιόζος = (ιτ. invidioso) φθονερός, κακόκαρδος, χαιρέκακος
Νιέντε = (ιτ. niente) τίποτα
Νιονιό = μυαλό
Νιοφρούτι = τα πρώτα φρούτα εποχής
Νιπένιο = (ιτ. impegno) τάξιμο
Νισάφι = έκφραση που δηλώνει αγανάκτηση
Νιτερέσι = συμφέρον
Νιτερέσι = (ιτ. interesse) συμφέρον, πχ. να κοιτάζεις το νιτερέσι σου, τη δουλειά σου
Νοβιτά = (ιτ. novita) κουτσομπολιά, αλλά και είδηση
Νογάω = δεν νογάει τίποτε, δεν καταλαβαίνει
Νόνα = γιαγιά
Νότια = η υγρασία
Ντακόρτο = (ιτ. daccordo) συμφωνία
Ντάλε-κουάλε = δυο που μοιάζουν
Ντανταρίζω = τραντάζω
Ντέζω = αγκιστρώνομαι κατά λάθος
Ντελίριο = (ιτ. delirio) εκτός εαυτού, παροξυσμός, παραλήρημα
Ντεμέλα = μαξιλαροθήκη
ντερίνα =γαβάθα
Ντερίνα = σουπιέρα, γαβάθα
Ντζελουδίες = βαφές, κραγιόν, πούδρες
Ντολτσέτσα = (ιτ. dolcezza) η γλύκα
Ντορός = ίχνη
Ντούκια = άρρωστος στο κρεβάτι
Ντούκουε = (ιτ. dunque) ώστε, λοιπόν
Ντράβαλα = φασαρία
Ντριμόνι = κόσκινο
Ντρίτα = ευθεία, ίσα
Ντριτάρω = ισιώνω
Ντρίτος = ίσιος
Ντρογάδα = αέρας και βροχήΝτροδίζει = θόρυβος, φασαρία, ξεκουφαίνει
Ντρόλακας = θόρυβος δυνατός
Ντρουβέλι = σκέψεις βασανιστικές
Νώμος = ο ώμος




Ξ
Ξαγιάζω = πληρώνω σε είδος, πχ. το ξάι του λιτρουβιού
Ξαγκλίζω = ξεμπερδεύω μαλλιά
Ξαγκρίζω = καθαρίζω προσεχτικά το σπίτι
Ξαγραμπαλώνω = ξεγαντζώνω
Ξαίνω = το καθάρισμα του μαλλιού πριν το γνέσιμο
Ξαλαφιασμένος = κατατρομαγμένος
Ξαλαφιασμένος = αναστατωμένος, κατατρομαγμένος
Ξαμπελώνω = ξεφυτεύω το παλιό αμπέλι
Ξαναγραβάρισε = ανακάτεψε, γύρισε το μέσα έξω
Ξαναθηλικώνω = ξανατυλίγω
Ξαναπούλιασμα = το φτέρωμα των πουλερικών όταν ανανεώνεται το χειμώνα
Ξαπόστα = επίτηδες
Ξαποσταίνω = ξεκουράζομαι
Ξαρκής = κάνω κάτι από την αρχή
Ξαστόχησα = λησμόνησα
Ξεγαλίζω = βγάζω την πέτσα του δέρματος
Ξέει = ξύνει
Ξεκίπησα = μεταφορικά για κάποιον που έχασε τα παιδιά του
Ξεκουρούποτος = με το κεφάλι χωρίς καπέλο
Ξεκουτάλεμα = δοκιμή του φαγητού για να δούμε αν είναι έτοιμο
Ξελάγκι = κυνήγι, κατόπι, πχ. τον πήρε ξελάγκι
ξελάκου = κυνηγάω κατά πόδας
Ξελεξιά = βρίσιμο και από τις δυο πλευρές, αλληλοβρίσιμο
ξεμιτιστό φάσκελο = κεφαλλονίτικη μούντζα
Ξεμπάχαλος = δυνατός μπάτσος, χαστούκι
Ξεμπουρίζομαι = ξετρελαίνομαι, κάνω ανοησίες, συνηθίζω στις απολαύσεις
Ξενοπρεδεύω = γυρίζω αλλού για ερωτοδουλειές
Ξενότισμα = πλεχτό μπάλωμα στις κάλτσες, στις φτέρνες
Ξενοψωμίζω = τρώω σε ξένο σπίτι
Ξεντώνομαι = τεντώνομαι
Ξεραθύμισε = έφαγε κάτι με ευχαρίστηση
Ξεραποξυλώθηκα = κοιμήθηκα βαριά
Ξερατίζω = τρώω τις ρώγες από το σταφύλι πάνω στο κλήμα
Ξερέξι = κάτι εξαιρετικά ορεκτικό
Ξερίχι = σταφύλι μαύρο
Ξερνοβολάω = κάνω εμετό
Ξεσκλίζω = σκίζω βίαια
Ξεσπιρίζω = ομορφαίνω, ξεπετάγομαι
Ξεστελλιάζω = διαλύω, βγάζω από τη θέση
Ξεσυνερίζομαι = λαμβάνω υπόψη
Ξεσυνερισιά = η άμιλλα
Ξεσφαΐζομαι = πέφτω και χτυπάω, τσακίζομαι
Ξετιμώνω = κουτσομπολεύω, κάνω βούκινο
Ξετιμωτής = ο εκτιμητής
Ξετσάνησε = είναι στα κέφια του, πήρε θάρρος
Ξεχάραξε = για την κότα που κάνει αυγό πρώτη φορά
Ξυγκάκι = το περιτόνιο, πχ. σιγά και μη σου βγει το ξυγκάκι
Ξωκρατώ = κρατάω μούτρα σε κάποιον, σε απόσταση




Ο
Ογκεσέ = όχι
Ογκιά = υποδιαίρεση της λίτρας
Ολόγρος = μουσκεμένος
Ονόρε = (ιτ. onore) τιμή
Όντις = όταν
Ορά = ουρά
Οργιό = τρεμούλα, ρίγος
Οργιοστάλαχτος = πεντακάθαρος
Ορμηνεύω = συμβουλεύω
Ορνέλα = μεγάλο κωνικό βαρέλι
Όρντινε = διαταγή
Όρτα = η καλή πλευρά του φορέματος
Όρτινο = (ιτ. ordine) διαταγή, εντολή
Ορτοκούτσουλο = κάτι όρθιο και άχαρο
Όσκε = όχι
Όστρια = άνεμος νότιος, ζεστός, λίβας
Ούρδου = να ορμήσεις πάνω του
Οφίτσια = (ιτ. officio) προνόμια
Οφίτσιο = αξίωμα στρατιωτικό, πολιτικό, εκκλησιαστικό




Π
Παδείρησα = ταλαιπωρήθηκα
Παδέλα = (ιτ. padella) πήλινη κατσαρόλα
Πάκια = νεφρά
Παλαβιάρης = ανόητος, μωρός
Παλαμίζω = σοβατίζω
Πάλε = πάλι
Παλιάτσα = μέτρο λαδιού
Πανιάστηκε = πονηρεύτηκε
Πάντα κι άλλη = από το ένα μέρος κι από το άλλο
Παντιέρα = (ιτ. bandiera) σημαία
Παπαρδέλες = ανόητες ψευτιές
Παπόρι = (ιτ. vapore) βαπόρι
Παπόρο = βαπόρι
Παραζούζουλος = ελαττωματικός
Παρακατούλια = υποδεέστερος
Παρακουφάδες = έβγαλε παρακουφάδες, κουφάθηκε
Παρασάνταλο = παλιοπάπουτσο
Παργατάρω = παραβγαίνω, συναγωνίζομαι
Παρί = αμ’ πως, παρά, μονάχα
Πάρλα = (ιτ. parlare) κουβέντα
Παρμένος = ακίνητος από πόνους
Πάρτε διαόλοι βάγια = ασυδοσία
Παρτικουλάρω = (ιτ. particolare) υπερασπίζομαι
Πασέτο = μέτρο
Παστόκα = (ιτ. pastocchia) ψευτιά
Πάστρα = καθαρό
Παταούδιασε = πάγωσε
Πατέλα = πεταλίδα
Πατριδί = φασαρία
Πέζο = ζυγαριά, βάρος
Πειρί = ο πύρος του βαρελιού
Πέρα περού = πέρα-πέρα
Περατζάδα = βόλτα, πέρασμα κόσμου
Περατζάδες = επιδείχτηκες βόλτες
Περγουλιά = (ιτ. pergola) κληματαριά
Περέσι = ανοιχτό, διάπλατο
Περικουλόζος = (ιτ. pericoloso) επίφοβος
Πετιμέζι = μούστος πολύ βρασμένος
Πέτο = στέρνο
Πετρίτης = γεράκι
Πετροκόριθο = σταφύλι επιτραπέζιο
Πεύκι = κουρελού
Πηαίνω = πάω
Πικαρισμένος = πειραγμένος
Πικάρω = (ιτ. piccarsi) πειράζω
Πικιώνι = κύπελλο
Πινακωτή = το γινωμένο ζυμάρι το τοποθετούσαν σε ειδικό τετραγωνισμένο ξύλινο κατασκεύασμα πριν το
ρίξουν στο φούρνο
Πινιάτα = χάλκινο καζάνι για νερό
Πινομή = για πινομή σου, για το χατίρι σου
Πίντα =μονάδα για υγρά
Πισάρα = φυτό για σαλάτα και όσπρια
Πιστρό = παρδαλό
Πιτοπούλι = το λειψό ψωμί
Πίτσι = παιχνίδι που παιζόταν με δεκάρες
Πιτσιλίρω = μου στρίβει, τρελαίνομαι
Ποδολόγος = ένα ύφασμα, στριμμένο κατάλληλα, το τοποθετούσαν στο κεφάλι οι γυναίκες που μετέφεραν
βάρη
Ποδόχι = στο λινό μια γούρναπου πέφτει ο μούστος μέσα
Πομποφάνειες = ανόητες επιδείξεις
Πόνσο = (ιτ. polso) σφυγμός
Πόντα = κρύωμα
Πόντα ή πούντα = κρύωμα
Ποργιά = η είσοδος
Πορδόμυλος = καυγάς
Πορόκλι = ο φράχτης
Πορταδέλια = χειροποίητος μεντεσές
Πορτόνι = (ιτ. portone) αυλόπορτα
Ποστιάζω = τακτοποιώ πράγματα
Πότα = πότε
Πουλαροδείχνει = νεαρό άτομο που όμως δείχνει μεγαλύτερος
Πούλιο = πιο
Πουλιότερο = περισσότερο
Πουνέντες = δυτικός άνεμος
Πουντέλι = στήριγμα
"Πούντηνε = που είναι αυτή; "
"Πούντοσης = που είναι αυτός; "
Πούπετα = πουθενά
Πουράτζινο = νέο και άτακτο, ναζιάρικο
Πουργαμέντο = (ιτ. purgante) καθαρτικό λάδι
Πουρνέλι = μικρό
Πουρνελιά = δαμασκηνιά
Πουρνέλισε = έμεινε έγκυος πριν χρονίσει
Πράματις = πραγματικά
Πράτιγο = άδεια, πήρε πράτιγο-πήρε άδεια, είναι ελεύθερος
Πρέδα = αγροζημιά, αλλά και ερωτοδουλειές
πρεμούρα =βιασύνη
Πρεμούρα = (ιτ. premura) κυρίως ανησυχία και ενδιαφέρον
Πρικό = πικρό
Προσμπούκι = μια μπουκιά πριν το φαγητό
Πρωτολάτης = ο πρώτος γιος , αλλά κι ο πρώτος καρπός
Πύργια = χωνί




Ρ
Ρακοπότηρο ή ρακογιάλι = ποτήρια για ρακί που έβγαζαν από το μούστο
Ραμολιμέντο = ξεμώραμα
Ραμολιμέντο = ξεμωραμένος γέρος
Ράπες = τα κοτσάνια του θερισμένου σιταριού και της βρώμης
Ρεβερέντσα = (ιτ. reverenza) χαιρετισμός, υπόκλιση
Ρεγάλο = (ιτ. regalo) δώρο, φιλοδώρημα
Ρεγουλάρω = ρυθμίζω, χειρίζομαι
Ρεγουλάρω = (ιτ. regolare) κανονίζω κάτι σε μηχάνημα, ρυθμίζω
Ρεμενάτα = τα καμπυλωτά των παραδοσιακών σπιτιών
Ρεμέντζο = αποκούμπι
Ρεμέντιο = (ιτ. rimedio) φάρμακο
Ρεμπάρτα = (ιτ. ribalta) φερμουάρ
Ρεμπεσκές = αλήτης
Ρεντάκι = τρεχάκι
Ρεντάτος = τρεχάτος
Ρεντικολάρω = (ιτ. ridicolizzare) ρεζιλεύω
Ρεντικολέτσα = (ιτ. ridicolezza) ρεζιλίκι
Ρεντίκολο = ρεζίλι, γελοίος
Ρεουσύρω = (ιτ. riuscire) πετυχαίνω
Ρέπεδο = ερείπιο, κατεστραμμένο κτίριο
Ρεπόμπο = (μεταφορικά), ένα καλό μάθημα
Ρεπόρτο = (ιτ. rapporto) αναφορά, έκθεση
Ρεπόσο = (ιτ. riposo) με την ησυχία σου, ανάπαυση
Ρεσεύω = κακομαθαίνω
Ρετσέτα = συνταγή
Ρεχάτι = τεμπελιά
Ριγανάδα = παραδοσιακό φαγητό με βρεγμένο ψωμί, λάδι και ρίγανη
Ρίμνα = ρίμα
Ριπίζω = χύνω
Ριπίζω = χύνω
Ριπιτίδι = η διάρροια
Ριφόρτσο = (ιτ. rinforzo) δύναμη, τόνωση
Ρόγγισε = πήρε φωτιά
Ροδέλα = είδος πυροτεχνήματος
Ροζαμάπα = μεγάλο τριαντάφυλλο
Ροζόλι = (ιτ. rosolio) κόκκινο ποτό που προσφερόταν στους γάμους
Ροϊ = επιτραπέζιο δοχείο λαδιού με μικρή οπή
Ρόιδο = ξύλινη ή καλαμένια κατασκευή όπου τοποθετούσαν το μαλλί για να το στρίψουν
Ροκέλο = η ανέμη, η κουβαρίστρα
Ρομαντσίνα = κατσάδα
Ρομπόλα = άσπρο παραδοσιακό κρασί της Κεφαλονιάς
Ρονιά = το νερό που πέφτει από τα κεραμίδια, το αυλάκι του κεραμιδιού
Ρόντα = (ιτ. ronda) βόλτα, όλο ρόντα γυρίζει
Ροσοπύλια = ασθένεια που γιατρευόταν με ξόρκια
Ρούγκλα = μύξα
Ρούγος = δρόμος
Ρούδι = βουνό της Κεφαλονιάς
Ρουμάνα = τα μαρούλια
Ρούμπωσε = χόρτασε
Ρουφιά = μια γουλιά
ρουχουνίζω = ροχαλίζω
Ρουχουνίζω = ροχαλίζω




Σ
Σαγιαδόρος = καδινάτσος χειροποίητος
Σάγιασμα = υφαντό ύφασμα που προστάτευε τα ιδρωμένα ζώα
Σάγρος = δερματοπάθεια βρεφών
Σαλάγιασμα = καθοδήγηση των ζώων
Σαλαμίδι, και σαλαβρίχα = σαμιαμίδι
Σάλαος = θόρυβος
Σάλιο στη μύτη (βάνω) = κοροϊδεύω, εξαπατώ
Σαλίτζο = (ιτ. selciato) δάπεδο
Σαμαροσκούτι = το ύφασμα του σαμαριού
Σάματις = μήπως
Σαμουτσούλα = σφυράκι
Σάμψυχος = αρωματικό χόρτο για πίττα
Σαράκος = μεγάλο πριόνι για δέντρα
σαρτάω = πηδάω
Σάρτος = (ιτ. salto) μεγάλο πήδημα
Σάρωμα = σκούπα
Σβέρδονας = νόθος γιος
Σβιλάδα = ανεμοστρόβιλος, αλλά και έντονος κοιλόπονος
Σβιντάρω = (ιτ. spinta) πειράζω κάποιον
Σγαράρω = (ιτ. sgarrare) μετακινώ, βγαίνω από τη θέση
Σγαρίλιος = αλάνι, μάγκας
Σγαρνίζει = σκάβει
Σγόμπα = (ιτ. gobba) καμπούρα
Σγουριά = χτύπημα
Σεγόντο = (ιτ. secondo) δεύτερη φωνή στις καντάδες
Σέκιο = (ιτ. secchio) μονάδα μέτρησης υγρών, 20 πίντες
Σέκο = σκληρό καπέλο
Σέκος = (ιτ. secco) τον στέγνωσε ο αέρας, ξερός
Σεληνιασμός = επιληψία
Σέμπρος = κοπάδια ή χτύπημα μισά-μισά, συνεταιρικά
Σενιάρω = (ιτ. segnare) ταχτοποιώ
Σεντούκι = μπαούλο
Σεπάριο = (ιτ. sipario) αυλαία
Σεράτα = (ιτ. serata) βραδινή συναυλία
Σερβιτσάλια = σερβίτσια
Σεριόζα = (ιτ. serioso) σοβαρά
Σέστα = (ιτ. sesto) καμώματα
Σεστάρισμα = (ιτ. assestare) νοικοκύρεμα
Σημαμένη σαρκάλα = σπασμένο κεφάλι
Σιγκούνεψε = βρώμισε
Σιγουράντσα = (ιτ. sicurezza) σιγουριά, ασφάλεια
Σίδαυλο = μασιά
Σίκλος = κουβάς
Σίκλος = (ιτ. ciclo) κουβάς
Σινοπίδι = ασθένεια κηπευτικών
Σιορ = κύριος (τίτλος ευγενείας) - σιόρα =κυρία
Σιορπάτρης = πατέρας
Σιροκολέβαντο = πολύ άσχημος καιρός
Σιφερτάση = σερβίτσιο φαγητού
Σίχλα = μούχλα
Σκαλόπετρα = (ιτ. scolopendra) σαρανταποδαρούσα
Σκαλούνι = πέτρινο σκαλοπάτι
Σκαμνιά = μουριά που κάνει μεγάλα μούρα
Σκανταλέτο = σίδερο με κάρβουνα
Σκαντζάρω = αλλάζω, αντικαθιστώ
Σκάντζια = (ιτ. scansia) ξύλινο ράφι για πιάτα
Σκαπουλάρω =γλιτώνω
Σκαραφόνος = μαχαιροβγάλτης, αλλά και πειραχτήρι
Σκαρίζει = ωριμάζει
Σκαρίκια = ευχάριστη είδηση
Σκάρτο = όχι όλο, όχι πλήρες
Σκαρτσούνια = μάλλινες κάλτσες
Σκατζοπέρναρο = πουρνάρι άγριο με μικρά φύλλα
Σκατοκουτάλα = υβριστικό για όσους σπέρνουν λόγια
Σκατόψυχος = υβριστικό για πεθαμένο με κακές πράξεις εν ζωή
Σκέπη = βαμβακερό μαντήλι
Σκιάζομαι = φοβάμαι
Σκλεπούνι = μικρό κουνούπι
Σκλήθρα = μυτερό κομμάτι ξύλου
Σκόρσο = τράνταγμα
Σκορτσάμπουνο = χειροποίητο μουσικό όργανο από δέρμα ζώου
Σκοτίδια = σκοτάδια
Σκουλαμέντα = Τα αφροδίσια νοσήματα
Σκούρα = (ιτ. scuro) τα παραθυρόφυλλα
Σκουράντζος = ρέγκα
Σκουσμάκια = δυνατές φωνές ή κλάματα
σκουτέλα =μεγάλο φλιτζάνι
Σκουτέλι = φλιτζάνι
Σκουτί = ρούχο
σκουτιά =ρούχα
Σκρεμιδεύω = παίζω
Σκροβοντίστηκε = έπεσε και χτύπησε
Σκρούμπος = σκουμπρί
Σκρόφα = (ιτ. scrofa) γουρούνα
Σκρώχνει = τσιμπάει, κεντρίζει
Σόμπολα = μικρές πέτρες
Σοναδόρος = (ιτ. suonatore) οργανοπαίχτης
Σοτανά = διάολε
Σοτροπιάζει = το σεστάρει, το τακτοποιεί
Σουγιέλο = λούκι
Σούζο =ακίνητος
Σουλάτσο = περίπατος
Σούμπιτος =ολόκληρος
Σουρδαλίμω = σουρλουλού
Σούρδου-μούρδου = ακαταστασία
Σουρούπι = ρόφημα ζεστό για γρίπη
Σουρτάρα = το ζώο που πάει μπροστά και ακολουθούν τα άλλα
Σουρτούκα = πανωφόρι
Σουσουμιάζει = παρομοιάζει
Σούτα = γίδα χωρίς κέρατα
Σοφιγάδο = πατάτες γιαχνί
σπαβεντάρω = τρομάζω
Σπαβέντο = (ιτ. spavento) τρομάρα
Σπακάδα = επιδειχτική πόζα , καυχησιά
Σπαλέτα = σάλι, κασκόλ
Σπάος = σπάγγος
Σπαρτσίνα = λεπτό σχοινί
Σπατσάρω = (ιτ. spazzare) σκουπίζω, ξεμπερδεύω, παρατάω
σπεκτάκολο = εξαιρετικό θέαμα
Σπερματσέτο = κερί
Σπερνά = κόλλυβα, όχι μόνο στα μνημόσυνα αλλά και στα πανηγύρια
Σπετσιέρης = φαρμακοποιός
Σπλομανάει = χτυπάει η καρδιά του
Σποδέρνω = άνοιξε η μύτη μου
Σπολάητης = εις πολλά έτη
σπολέτα = φιτίλι
Σπόρισε = έχει ευκοιλιότητα
Σταγκωτής = γανωματής
Σταλός = (ιτ. stalla) ιερό μέρος για πρόβατα
Σταλώνω = ωριμάζω
Στανιάρησε = (ιτ. stagnare) έγινε στέρεο, σιγουρεύτηκε
Στανιό = ζόρι
Στασινάρω = βιάζω, βασανίζω
Σταφνισμένος = προκομμένος, μυαλωμένος
Σταφυλιόνι = νόστιμο χόρτο που φυτρώνει σε αμπελώνες
στελιάζω = στυλώνω, στήνω
Στελομάρτιασε = στρίμωξε
Στένεψη = άσθμα
Στέρφα = στείρα
Στιμάρω = (ιτ. stimare) εκτιμώ
Στόσμιγο = ανακατωμένο αλεύρι σιταριού και κριθαριού
στουπίρω = μένω έκπληκτος
Στουπίρω = (ιτ. stupire) θαυμάζω
Στραβοκατακλείδιασε = στράβωσε το σαγόνι
Στράκωσε = πάτησε πολλές φορές το δρόμο
Στρατόνι = δρόμος
Στράτσο = (ιτ. strazio) παλιό κουρέλι
Στριφογκώνιασε = τον στρίμωξε
στρίφτουλας = σβούρα
Στρίφτουλας = σβούρα
Στρουμπάρα = ασθένεια των αιγοπροβάτων
Συβίζω = ταιριάζω ζώα
Συγκάνω = ταιριάζω απόλυτα με κάποιον
Συγκάρτσελοι = φύγανε όλοι μαζί
Συθέμελα = από τα θεμέλια
Συλίντριχος = από τα θεμέλια
Σύμασε = μάζεψε
Συμπαγαδώνω = καθησυχάζω
συμπούρμπουλοι = όλοι μαζί
Συνέμπασα = αποθήκευσα τα προϊόντα
Συνορίτες = γείτονες στα κτήματα
Συνόσκαλος = συνομήλικος
Συντροδή = οχλαγωγία, φασαρία
Συχέριο = κοινή προσπάθεια
Σφαγαριά = η Κυριακή της Αποκριάς
Σφαή = σβέρκος
Σφαλαγκουνιά = ιστός αράχνης
Σφαλιάστηκε = έπαθε στη γέννα
Σφίγκλα = καρφίτσα ραπτικής
Σφόντυλας = η σπονδυλική στήλη
Σφοντύλι = ξύλινο βαρίδι διάτρητο, μέρος του αδραχτιού
Σωκάρδι = (αρχ. εσωκάρδιον) στηθόδεσμος, φανελάκι, εσωτερικό ρούχο
Σώνω = φτάνω
Σωτοβέλεσο = (ιτ. sottoveste) άσπρο μακρύ μεσοφόρι




Τ
Τάραμα = αναστάτωση, θυμός
Ταράω = κοιτάζω
Ταφιάζομαι = χτυπώ από πέσιμο
Τέντα- γρέντα = φαρδιά πλατειά
Τζατζαμίνι = γιασεμί
Τζογάρω =παίζω τυχερό παιχνίδι με χρήματα
Τζόγια = (ιτ. gioia) χαρά, χαϊδευτικό «τζόγια μου» Τόμου = όταν
Τζόρτζινας = είδος μεγάλης σφήκας
Τόμου = αφού, όταν
Τόρτσα =χοντρή λαμπάδα, μικρό μανουάλι
Τραταμέντο = κέρασμα
Τρατάρω = κερνάω
Τρατάρω = κερνάω
Τράτο = χρονικό περιθώριο
Τρεματούρα = τρέμουλο
Τρίτσα = ψάθινο καπέλο
Τσαρκαρεύω =ψάχνω
Τσερβέλο = (ιτ. cervelo) κεφάλι, μυαλό
Τσέρτα = σιγουριά
Τσερταμέντε = βεβαιότατα
Τσίμα = (ιτ. cima) κορυφή, άκρη
Τσιπουρίτης = τσίπουρο
Τσουράπια = κάλτσες
Τσουρλάω = πίνω




Υ




Φ
Φαμόζος = ξακουστός
Φάουσα = γάγγραινα, γκρίνια
Φαρομανάω = παίζω έντονα, κάνω σκανταλιές
Φαρομάνια = γλέντι έξαλλο
Φαστίδιο = (ιτ. fastidio) λιποθυμία, δυσφορία
Φέρμα =στέρεα, ακριβώς
Φερμάρω = στερεώνω, στέκω και περιμένω
Φιδόνα = ύπουλη γυναίκα
Φιδοτρώομαι = ανησυχώ, μπαίνω σε υποψίες
Φιόρο = λουλούδι
Φιρίρω =τσουγκρίζω
Φουρκισμένος = θυμωμένος
Φτενός = λεπτός, στενός




Χ
Χαλέπεδο = ερείπιο
Χαλίκι = πετρούλα
Χάπατο = χαζός
Χουμάω = ορμάω
Χρεία = ανάγκη




Ψ
Ψημάρα μου = δυστυχία μου









Διαδώστε το Άρθρο...